Του Βασίλη Α. Κουφού, Συμβούλου Βιώσιμης Επιχειρηματικότητας, Principal Managing Partner της Capa Epsilon OSP®
Στο ξεκίνημα της τρίτης δεκαετίας του 21ου, πλέον, αιώνα, η χρηματοδότηση της Αγοράς (ιδιωτών, επιχειρήσεων αλλά και δημοσίων φορέων) κατέστη οριστικό το κορυφαίο ζητούμενο, καθώς οι (επαναλαμβανόμενες) αβεβαιότητες δημιουργούν στο πεδίο της οικονομικής δραστηριότητας, το δικό τους – μόνιμο – Ζωτικό Χώρο.
Στα δεδομένα δε, της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, όπου Κεφάλαια κάθε είδους και πληροφορίες από κάθε πηγή, διακινούνται αστραπιαία, το κλασικό εργαλείο της Δημοσιονομικής Επέκτασης, μετατρέπεται ταχύτατα σε παρωχημένη πρακτική, χρονοβόρα, δαπανηρή και με μεγάλο φορτίο πολιτικού κόστους.
Συνεπώς, οι δρώντες, δεν μπορούν να αρκούνται στο φρεσκοτυπωμένο χρήμα (το οποίο θα αποπληρώσουν με φόρους, τέλη, έκτακτες εισφορές και αποδοχή κανονιστικών όρων στο Δημόσιο μεσοπρόθεσμα), αλλά οφείλουν να εξασφαλίσουν τους αναγκαίους πόρους, τόσο ευέλικτα, όσο και φθηνά. Στην αντίθετη πλευρά, οι χρηματοδότες, προκειμένου να παράσχουν ευελιξία και ανταγωνιστικά τιμολόγια, υποχρεούνται να συλλέξουν κεφάλαια με μειωμένο ρίσκο και να απομακρύνουν από τους ισολογισμούς τους όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος εκ των υποχρεώσεων τους (των δανειακών κατά κύριο λόγο), καθιστάμενοι έτσι περισσότερο ελκυστικοί στα επενδυτικά funds.
Ωστόσο, η άσκηση είναι πολύπλοκη και με αρκετούς αστερίσκους, καθώς γίνεται αντιληπτό, πως ο επιδιωκόμενος σκοπός, είναι να βρεθούν όλοι (ιδιώτες επενδυτές, τραπεζικά συστήματα, επιχειρηματίες, καταναλωτές, αλλά και Δημόσιος Τομέας) κερδισμένοι, στο τέλος της ημέρας.
Θεωρώντας ότι η τεχνολογία Blockchain, τακτοποιεί ολιστικά το νομοτεχνικό και επιχειρησιακό πλαίσιο, επί του οποίου μπορεί πλέον να εξασφαλιστεί η απαιτούμενη ευελιξία, αλλά και η απολύτως αναγκαία, ουσιαστική διασφάλιση των συναλλαγών, το ζητούμενο επικεντρώνεται αυστηρά στα εργαλεία εκείνα, που μπορούν να διευκολύνουν τη χρηματοδότηση της επιχειρηματικότητας. Το σχετικό toolbox παρέχει σημαντικές δυνατότητες στους χρήστες.
Αρχικά, εμφανίζονται τα Οχήματα Ειδικού Σκοπού (SPV – Special Purpose Vehicles ή Special Purpose Entities ή Financial Vehicles Corporation). Τα SPVs ουσιαστικά αποτελούν μια τράπεζα, η οποία ιδρύεται με (ειδικό) σκοπό την εκτέλεση και υλοποίηση συγκεκριμένων και άμεσων, στόχων και σκοπών. Η πλέον δημοφιλής χρήση τους, σχετίζεται με την απομόνωση χρηματοοικονομικού κινδύνου, μέσω της συγκέντρωσης δανειακών βαρών και συναφών υποχρεώσεων τρίτων. Για παράδειγμα, μια εταιρεία η οποία αποσκοπεί στη βελτίωση της χρηματοοικονομικής της θέσης, εκχωρεί το δανεισμό της στο SPV. Ωστόσο, το SPV αυτό, οφείλει να μην έχει καμία κεφαλαιακή σύνδεση με την εκχωρούσα. Αλλιώς τα βάρη μετακινούνται απλώς από τη μεμονωμένη εταιρεία στον όμιλο και βάσει του IFRS 12 ή του FIN 46 (των US GAAP) γνωστοποιούνται στον ισολογισμό. Προκειμένου το εμπόδιο αυτό να υπερπηδηθεί, η εκχωρούσα εταιρεία, προχωρεί σε συλλογή κεφαλαίων, τα οποία μετοχοποιούνται και αποδίδονται στο επενδυτικό κοινό. Έτσι, η νέα οντότητα, απολύει κάθε νομικό και χρηματοοικονομικό δεσμό με την αρχική εταιρεία, ενώ επιπλέον αναλαμβάνει πλήρως το ρίσκο των υποχρεώσεων της, προσδοκώντας το succes fee της διαχειριστικής μεθόδου που θα ακολουθήσει.
Τα SPVs είναι πιθανόν – εν μέρει σε κάθε περίπτωση – να παραχωρήσουν ένα μικρό μερίδιο δράσης σε Δομημένα Επενδυτικά Οχήματα (αυτά που στην πρώτη δεκαετία του 2000, έγιναν γνωστά ως SIVs – Special Investments Vehicles). Οι διαρκείς κρίσεις, αναδιέταξαν το παγκόσμιο παζλ χρέους (ιδιωτικού και δημοσίου), οπότε, εξειδικευμένες μέθοδοι συνδυασμού μόχλευσης και επιδίωξης κερδών από τα περιθώρια των επιτοκίων, είναι φυσικό να επανακάμψουν. Τα δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα άλλωστε, ήδη υπάρχουν στο καλάθι της προσφοράς των Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων (turbos, warrants κλπ)
Ωστόσο, η επιτυχία τέτοιων μεθόδων, βασίζεται πλέον στην ευελιξία της υποδομής επί της οποίας εφαρμόζονται (δηλαδή το χρηματοπιστωτικό σύστημα). Η αρχιτεκτονική των παραδοσιακών τραπεζών όμως, χαρακτηρίζεται από σημαντικό βαθμό δυσκαμψίας και ανελαστικότητας σε προσαρμογές, οι οποίες καθίστανται αναγκαίες και ζωτικού χαρακτήρα σε μερικές περιπτώσεις.
Επιπλέον πολλά από τα χρηματοπιστωτικά αυτά ιδρύματα, αντιμετωπίζουν ήδη σοβαρά προβλήματα στους ισολογισμούς τους, λόγω ήδη σωρευμένων υποχρεώσεων, αλλά και επισφαλειών, οι οποίες απειλούν τις χρηματικές τους ροές (και άρα μειώνουν την πιθανότητα ελάφρυνσης των βαρών τους).
Η απάντηση όμως, ίσως έχει – σε ένα μέρος – ήδη δοθεί. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, εμφανίστηκαν οι λεγόμενες direct banks, οι οποίες ουσιαστικά είναι ψηφιακές τράπεζες, χωρίς δίκτυο καταστημάτων, εξυπηρετούσες όμως κανονικά την Αγορά όπως και οι τράπεζες φυσικής υπόστασης. Το επόμενο βήμα στην εξέλιξη των direct banks ήρθε με τη μορφή των neobanks (ή online banks ή internet-only banks ή digital banks), προνόμιο των οποίων είναι η αφομοίωση των αρετών και των διευκολύνσεων της Χρηματοοικονομικής Τεχνολογίας (FinTech), σε συνδυασμό με τις ολοένα και πιο άμεσες ανάγκες χρηματοδότησης των επιχειρήσεων. Μέσω της δημιουργίας μιας τέτοιας neobank, είναι πλέον πραγματοποιήσιμη η μεταφορά βαρών από μια οποιαδήποτε εταιρεία, σε μια ανεξάρτητη ιδιωτική οντότητα, εξασφαλίζοντας την έτσι, ως προς τις εγγυήσεις που πρέπει αυτή να παραχωρεί στους χρηματοδότες της. Προϋπόθεση βέβαια είναι η συλλογή των απαιτούμενων χρηματοδοτικών κεφαλαίων, τα οποία θα παραχωρηθούν στο νέο οργανισμό ως μετοχικό κεφάλαιο.
Μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα δραστηριότητα που αναπτύσσεται δυναμικά μέσω του neobanking είναι οι Teens (neobanks για εφήβους). Κατά κύριο λόγο προσφέρουν τις βασικές υπηρεσίες και προϊόντα, έναντι ενός πολύ μικρού μηνιαίου τιμήματος (τραπεζική κάρτα, τρεχούμενος λογαριασμός, εφαρμογή για κινητά, μη εξουσιοδοτημένη υπερανάληψη, παράλληλη διαχείριση από γονείς). Ορισμένες προσφέρουν επίσης επενδυτικούς λογαριασμούς ή συστήματα επιστροφής μετρητών. Σύμφωνα με έρευνα της εταιρίας παροχής λύσεων Χρηματοοικονομικής Τεχνολογίας MEDICI οι neobanks της Ευρώπης έχουν έως και 85 εκατομμύρια πελάτες, φτάνοντας πάνω από το 20% του πληθυσμού άνω των 14 ετών, έως το 2023.
Στην Ελλάδα, σήμερα, λειτουργούν ήδη 13 neobanks. Οι περισσότερες έχουν προέλευση το Ηνωμένο Βασίλειο (έξι) και τη Γερμανία (τέσσερεις). Οι υπόλοιπες τρείς ανήκουν σε σχήματα από την Ολλανδία, την Ιρλανδία και το Χονγκ Κονγκ. Η ολλανδική Bunq διατηρεί τα πρωτεία στην αξιολόγηση – πράγμα φυσικό καθώς θεωρείται η κορυφαία στην Ευρώπη, δραστηριοποιούμενη σε 31 χώρες.
Blockchain και neobanking, διαμορφώνουν ένα από κοινού, δυναμικό και συλλειτουργούντα άξονα προσπορισμού και διαχείρισης κεφαλαίων, ο οποίος πρωτίστως, συγκεντρώνει ένα αξιόλογο καλάθι πλεονεκτημάτων : ταχύτητα στη συναλλαγή, έλεγχο στη διαχείριση, παραλληλία σε σχέση με το παραδοσιακό τραπεζικό σύστημα, αλλά και εισδοχή σε αυτό, εφόσον οι δρώντες το επιθυμούν (στις Η.Π.Α. ήδη λειτουργούν από δεκαετίες, direct banks υπό την εποπτεία της Federal Reserve).
Η πανδημία που προκάλεσε ο Covid-19 και η εμπλοκή άμεσων χρηματοπιστωτικών παραμέτρων στον πόλεμο της Ουκρανία, είναι βέβαιο πως θα επηρεάσουν ριζικά το διεθνές συναλλακτικό οικοδόμημα. Προκειμένου Αγορές και Εθνικές Οικονομίες να μη συλληφθούν εκ νέου εξαπίνης, είναι βέβαιο πως θα αξιοποιήσουν τη χρηστικότητα των παραπάνω μεθόδων και – έως ένα βαθμό – θα επιδιωχθεί η θεσμική τους εξασφάλιση. Στον ορίζοντα όμως εμφανίζονται και επιπλέον αιτίες : Η εφαρμογή του Responsible Finance και του Taxonomy Regulation, αναμένεται να αυστηροποιήσουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τα κριτήρια της (παραδοσιακής) τραπεζικής χρηματοδότησης, με το συνυπολογισμό των αποτυπωμάτων βιωσιμότητας και εταιρικής υπευθυνότητας κάθε νομικής οντότητας, παράλληλα με τις καθαρές χρηματοοικονομικές της επιδόσεις.
Είναι πολύ εύκολο πλέον, να διαπιστώσει κάποιος τον τεράστιο βαθμό διείσδυσης της ψηφιακής μετάβασης στην καθημερινότητα του επιχειρείν. Έννοιες και μέθοδοι σχεδόν απρόσιτοι και δυσνόητοι λίγα μόνον χρόνια πριν, ήδη εφαρμόζονται, κερδίζοντας όλο και μεγαλύτερα τμήματα στην Αγορά. Ουσιαστικά η Ψηφιακή Μετάβαση έχει ήδη ξεκινήσει – αν όχι εδραιωθεί – οπότε όσοι αντισταθούν, πολύ απλά θα πάψουν να επιχειρούν. Άλλωστε δεν υπάρχει λόγος άγχους. Όπως λέει ο Bill Gates, “banking is necessary, banks are not’”.