Η Κίνα απαντά στους νέους δασμούς Τραμπ με απειλή αντίμετρων – Οι παγκόσμιες αγορές ανησυχούν για νέα αποσταθεροποίηση των εφοδιαστικών αλυσίδων
Η αντιπαράθεση μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας εισέρχεται σε επικίνδυνη φάση κλιμάκωσης, μετά την ανακοίνωση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για επιβολή επιπλέον δασμών 100% στις κινεζικές εισαγωγές από την 1η Νοεμβρίου.
«Η θέση της Κίνας είναι σαφής: δεν επιδιώκουμε εμπορικό πόλεμο, αλλά δεν θα διστάσουμε να απαντήσουμε», ανακοίνωσε το υπουργείο Εμπορίου του Πεκίνου, σηματοδοτώντας την έναρξη ενός νέου γύρου οικονομικής αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων.
Η κίνηση Τραμπ και οι «σπάνιες γαίες»
Η απόφαση του Τραμπ συνδέεται με την πρόσφατη ανακοίνωση του Πεκίνου για αυστηρότερους ελέγχους στις εξαγωγές 17 σπανίων γαιών – κρίσιμων για την παραγωγή μικροτσιπ, ηλεκτρικών οχημάτων και προηγμένων οπλικών συστημάτων.
Οι σπάνιες γαίες θεωρούνται στρατηγικό πλεονέκτημα της Κίνας, καθώς η χώρα ελέγχει άνω του 70% της παγκόσμιας επεξεργαστικής ικανότητας. Η αμερικανική πλευρά εκλαμβάνει τους νέους περιορισμούς ως «τεχνολογικό εκβιασμό» με στόχο να πιεστούν οι αμερικανικές βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας.
Ο Τραμπ δήλωσε ότι «δεν βλέπει κανέναν λόγο» να συναντηθεί με τον Σι Τζινπίνγκ στο περιθώριο του φόρουμ APEC στη Νότια Κορέα, τονίζοντας πως «η Ουάσιγκτον δεν θα υποκύψει σε εμπορικούς εκβιασμούς».
Το ρίσκο για τις αγορές
Ένας νέος δασμολογικός πόλεμος θα αποτελέσει ισχυρό σοκ για μια ήδη ευάλωτη παγκόσμια οικονομία. Το παγκόσμιο ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί φέτος μόλις κατά 3%, έναντι 3,7% πριν από την πανδημία, ενώ το συνολικό χρέος εκτιμάται ότι θα υπερβεί το 100% του ΑΕΠ έως το 2029.
Αναλυτές εκτιμούν ότι μια νέα εμπορική σύγκρουση θα επηρεάσει ιδιαίτερα τους κλάδους της τεχνολογίας, των πρώτων υλών και της ναυτιλίας, οδηγώντας σε αυξημένη μεταβλητότητα στις αγορές συναλλάγματος και εμπορευμάτων.
«Ο κόσμος ελπίζει ότι οι απειλές Τραμπ θα αποδειχθούν διαπραγματευτικός ελιγμός και όχι προάγγελος μιας ολοκληρωμένης σύγκρουσης», σημειώνουν παράγοντες της αγοράς, «αλλά η στάση του Πεκίνου δείχνει ότι η υπομονή του εξαντλείται».
Πεκίνο: «Η Ουάσιγκτον καταχράται το αφήγημα της εθνικής ασφάλειας»
Το υπουργείο Εμπορίου της Κίνας κατηγόρησε τις ΗΠΑ ότι «έχουν γενικεύσει την αρχή της εθνικής ασφάλειας, καταχρώνται τους ελέγχους εξαγωγών και εφαρμόζουν μεροληπτικά μέτρα εις βάρος κινεζικών εταιρειών».
Η εφημερίδα Global Times, που εκφράζει τη γραμμή του Κομμουνιστικού Κόμματος, χαρακτήρισε τους νέους δασμούς «λανθασμένη στρατηγική πίεσης» και προειδοποίησε ότι «οι απειλές για υψηλούς δασμούς δεν είναι ο σωστός τρόπος για να τα πάει κανείς καλά με την Κίνα».
Στο άρθρο τονίζεται ότι ο αμερικανικός Κατάλογος Ελέγχου Εμπορίου (CCL) καλύπτει πάνω από 3.000 είδη, ενώ ο κινεζικός κατάλογος εξαγωγών διπλής χρήσης μόλις 900. Σύμφωνα με το Πεκίνο, «οι αμερικανικοί κανόνες de minimis με κατώτατο όριο το 0% έχουν προκαλέσει σοβαρές στρεβλώσεις στην παγκόσμια εμπορική τάξη».
Οι αμερικανικοί μοχλοί πίεσης
Ο Κρις ΜακΓκουάιρ, πρώην αξιωματούχος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, δήλωσε ότι η Ουάσιγκτον διαθέτει «ισχυρούς μοχλούς» απέναντι στο Πεκίνο, ιδίως μέσω του ελέγχου κρίσιμων κόμβων στην εφοδιαστική αλυσίδα ημιαγωγών.
«Αν το Πεκίνο επιχειρήσει να χρησιμοποιήσει τις σπάνιες γαίες ως όπλο, η Ουάσιγκτον έχει τη δυνατότητα να επεκτείνει τους ελέγχους εξαγωγών σε πολύ ευρύτερο φάσμα του κινεζικού εμπορικού οικοσυστήματος», προειδοποίησε.
Νέα νομοθετική πίεση από το Κογκρέσο
Στο Κογκρέσο, η διακομματική συμμαχία Ρεπουμπλικανών και Δημοκρατικών εντείνει τις πιέσεις. Ο Ρεπουμπλικάνος Τζον Μόλεναρ και ο Δημοκρατικός Τομ Σουόζι παρουσίασαν πρόταση νόμου για την ανάκληση του μόνιμου καθεστώτος «ομαλών εμπορικών σχέσεων» της Κίνας.
Η πρωτοβουλία προβλέπει συντονισμένη δράση με συμμάχους των ΗΠΑ, περιλαμβάνοντας περιορισμούς στα δικαιώματα προσγείωσης κινεζικών εμπορικών αεροσκαφών, περιορισμούς στις αεροδιαστημικές υπηρεσίες και αυστηρότερο έλεγχο στις εξερχόμενες επενδύσεις.
Απαντώντας στην τελευταία ανακοίνωση του Πεκίνου, ο Μόλεναρ δήλωσε:
«Η Κίνα άδειασε ένα γεμάτο όπλο πάνω στην αμερικανική οικονομία — και η Ουάσιγκτον οφείλει να απαντήσει με την ίδια αποφασιστικότητα».