Μπορεί οι εμπορικοί δασμοί να έχουν φέρει τα πάνω-κάτω στο Χρηματιστήριο Αθηνών, αλλά μάλλον έχει έρθει η ώρα για ορισμένες καλές ειδήσεις. Έτσι, τα φώτα στρέφονται στην αποψινή ενδιάμεση αξιολόγηση του FTSE Russell, o οποίος είναι πολύ πιθανό να κάνει ακόμη ένα βήμα προς τον τελικό προορισμό της αναβάθμισης της ελληνικής αγοράς στην «ελίτ», δηλαδή στις Αναπτυγμένες Αγορές.
Απόψε, λοιπόν, ο FTSE Russell, ένας από τους τρεις παρόχους που αξιολογούν το ελληνικό χρηματιστήριο (S&P και MSCI οι άλλοι δύο), θα δημοσιεύσει το ενδιάμεσο report, δίνοντας πιθανή ημερομηνία μετάταξης της Λεωφόρου Αθηνών από τις Αναδυόμενες στις Αναπτυγμένες Αγορές, και επιτυγχάνοντας έναν από τους βασικούς στόχους της εγχώριας κεφαλαιαγοράς, η οποία επιζητούσε το upgrade ως μάννα εξ ουρανού.
Ο συγκεκριμένος πάροχος έχει τοποθετήσει το Χ.Α. σε λίστα παρακολούθησης (watch-list) από το φθινόπωρο του 2024. Μέχρι πρότινος, το βασικό εμπόδιο, το οποίο δεν επέτρεπε στον FTSE Russell να κάνει το επόμενο βήμα, ήταν το αγκάθι της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας. Κι αυτό, διότι ο πάροχος αφενός λαμβάνει υπόψη τη χαμηλότερη αξιολόγηση από τους τρεις μεγαλύτερους οίκους (Moody’s, S&P και Fitch), η οποία έως και τη 14η Μαρτίου ήταν αυτή του Moody’s (Βa1), αφετέρου θέτει ως προϋπόθεση για την αναβάθμιση την ύπαρξη επενδυτικής βαθμίδας με outlook είτε θετικό είτε σταθερό.
Από τη στιγμή που ο Moody’s έκανε το… χρέος του και έφερε την ελληνική αξιολόγηση στο Investment Grade, ο FTSE Russell έχει ελεύθερο πεδίο, προκειμένου εντός του 2025 να οδηγήσει το Χρηματιστήριο Αθηνών στην ομάδα των Αναπτυγμένων Αγορών, εξαλείφοντας το «κενό» σε σχέση με όλα τα υπόλοιπα χρηματιστήρια της ζώνης του ευρώ (το Χ.Α. είναι το μοναδικό που ανήκει στις Αναδυόμενες και όχι στις Αναπτυγμένες Αγορές). Και το πρώτο βήμα προς αυτόν τον στόχο είναι η αποψινή ενδιάμεση αξιολόγηση, για την οποία απαιτείται μια θετική εξέλιξη.
Υπενθυμίζεται ότι από το φθινόπωρο του 2024, το ελληνικό χρηματιστήριο, με βάση τον FTSE, ήδη πληρούσε τα 22 κριτήρια ποιότητας των αγορών, τις ελάχιστες απαιτήσεις κεφαλαιοποίησης, αλλά και το ελάχιστο κατά κεφαλήν ακαθάριστο εθνικό εισόδημα. Μετά το «τσεκ» και στον τομέα της πιστοληπτικής ικανότητας, ο δρόμος προς την πολυπόθητη αναβάθμιση φαίνεται ότι είναι στρωμένος με ροδοπέταλα.
Τι γίνεται με MSCI και S&P
Βέβαια, μην ξεχνάμε ότι το μεγαλύτερο στοίχημα της Λεωφόρου Αθηνών αφορά τον MSCI, δηλαδή το Νο.1 από τους τρεις παγκόσμιους παρόχους, δεδομένου ότι ακολουθείται από το 70% των παθητικών funds. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η διαδικασία είναι σαφώς πιο πίσω, με τον MSCI να έχει διαφορετικά κριτήρια ταξινόμησης, τα οποία μέχρι στιγμής δεν έχουν επιτρέψει στο Χ.Α. να προστεθεί στην περιβόητη λίστα παρακολούθησης. Η διοίκηση της ΕΧΑΕ, ωστόσο, έχει ως βασική επιδίωξη αυτό να λάβει χώρα εντός του 2025, ενόσω φυσικά εκκρεμεί και η απόφαση του S&P, ο οποίος έχει ήδη θέσει το Χ.Α. σε watch-list.
Τα συν και τα πλην
Οποιαδήποτε θετική εξέλιξη στο μέτωπο της προσπάθειας για επαναφορά στις Αναπτυγμένες Αγορές αποκωδικοποιείται ως ένα θετικό βήμα για το Χρηματιστήριο Αθηνών, καθώς θα «ξεκλειδώσει» την πρόσβαση σε μια «δεξαμενή» κεφαλαίων κυρίως παθητικών funds (δηλαδή αυτών που ακολουθούν παθητικά συγκεκριμένους δείκτες), αξίας άνω των 12-15 τρισ. δολαρίων, τα οποία επενδύονται αποκλειστικά σε μετοχές των Αναπτυγμένων Αγορών. Το αντίστοιχο ποσό στις Αναδυόμενες Αγορές ανέρχεται σε 2-3 τρισ. δολάρια.
Επομένως, μιλάμε για μια τεράστια διαφορά ως προς τις δυνατότητες αξιοποίησης. Την ίδια στιγμή, στα θετικά συγκαταλέγεται αφενός η ποιότητα των κεφαλαίων, καθώς πρόκειται για επενδύσεις με πιο μακροπρόθεσμο προσανατολισμό, αφετέρου η ενίσχυση της ρευστότητας και του ημερήσιου τζίρου. Επίσης υπάρχει και το ζήτημα του πρεστίζ, καθώς όπως προαναφέρθηκε το ελληνικό χρηματιστήριο είναι το μοναδικό της Ευρωζώνης, το οποίο βρίσκεται στην κατηγορία των Αναδυόμενων Αγορών. Μια επαναφορά στην κανονικότητα, αναμφίβολα, θα σηματοδοτούσε το οριστικό κλείσιμο της εποχής της μεγάλης οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του ’10.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει και ο αντίλογος, όπως για παράδειγμα εκφέρεται από την JP Morgan, η οποία θέτει το γνωστό δίλημμα «πρώτος στο χωριό ή τελευταίος στην πόλη». Μια πιθανή αναβάθμιση στις Αναπτυγμένες Αγορές, σύμφωνα με το σκεπτικό της αμερικανικής τράπεζας, θα μπορούσε να οδηγήσει σε εκροές κεφαλαίων, εξαιτίας των μεγάλων αλλαγών στις σταθμίσεις των ελληνικών μετοχών.
Μάλιστα, εξηγεί ότι η Ελλάδα θα αποτελούσε τη μικρότερη αγορά του MSCI Europe, με ελάχιστους τίτλους να καταφέρνουν να ενταχθούν στους δείκτες των Αναπτυγμένων Αγορών σ’ αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στις Αναδυόμενες Αγορές, όπου η χώρα αποτελεί μια υπολογίσιμη δύναμη.
Σε κάθε περίπτωση, η παραπάνω άποψη προς το παρόν έχει μειοψηφική τάση ανάμεσα στους αναλυτές, η πλειονότητα των οποίων εξακολουθεί να θεωρεί την αναβάθμιση ως έναν θετικό καταλύτη για το ελληνικό χρηματιστήριο, ο οποίος δεν πρέπει να χάσει την ευκαιρία να αλλάξει… πίστα.