Η «Συμφωνία Τραμπ» για τη Γάζα δημιουργεί ένα νέο, αλλά εξαιρετικά εύθραυστο, γεωπολιτικό πλαίσιο στη Μέση Ανατολή
Η επίσκεψη του Ντόναλντ Τραμπ στη Μέση Ανατολή και η επίσημη ανακήρυξη της λήξης του πολέμου στη Γάζα σηματοδοτούν την έναρξη μιας μεταβατικής φάσης για την περιφερειακή αρχιτεκτονική ασφαλείας. Το γεγονός ότι η ανακοίνωση συνέπεσε χρονικά με την απελευθέρωση των τελευταίων ομήρων της Χαμάς υπογράμμισε τον συμβολισμό του εγχειρήματος, ωστόσο οι δομικές προκλήσεις παραμένουν ακέραιες.
Ο Αμερικανός πρόεδρος, απευθυνόμενος στην Κνεσέτ, παρουσίασε το τέλος των εχθροπραξιών ως “νίκη του Ισραήλ και αφετηρία μιας νέας περιόδου σταθερότητας”, επαναφέροντας στο προσκήνιο την ιδέα αναβίωσης των Συμφωνιών του Αβραάμ και προτείνοντας, εμμέσως, τη μελλοντική ενσωμάτωση του Ιράν σε μια περιφερειακή αρχιτεκτονική συνεργασίας.
Παράλληλα, αναγνώρισε ότι το Ισραήλ έχει υποστεί σημαντική διπλωματική απομόνωση λόγω του πολέμου στη Γάζα, επιχειρώντας να το επανατοποθετήσει ως σταθεροποιητικό παράγοντα μέσω μιας «ελεγχόμενης αποστρατιωτικοποίησης» του παλαιστινιακού θύλακα.
Ελεγχόμενη ασάφεια ως εργαλείο σταθεροποίησης
Η πλέον κρίσιμη παράμετρος της τοποθέτησης Τραμπ ήταν η παραδοχή ότι οι ΗΠΑ δεν απαιτούν τον άμεσο αφοπλισμό της Χαμάς. Η διατύπωση αυτή, αν και παρουσιάστηκε ως “ρεαλιστική επιλογή”, ουσιαστικά νομιμοποιεί τη συνέχιση ενός περιορισμένου ελέγχου της Γάζας από τη Χαμάς υπό άτυπη αμερικανική ανοχή. Πρόκειται για επιλογή που εντάσσεται στη λογική της ελεγχόμενης ασάφειας (controlled ambiguity), όπου η ασάφεια λειτουργεί ως μηχανισμός προσωρινής σταθερότητας μέχρι τη δημιουργία νέων θεσμικών ισορροπιών.
Η Σύνοδος του Σαρμ ελ-Σέιχ και η απουσία των πρωταγωνιστών
Η ειρηνευτική διακήρυξη υπογράφηκε από ΗΠΑ, Αίγυπτο, Κατάρ και Τουρκία — χωρίς την επίσημη συμμετοχή Ισραήλ και Παλαιστίνης. Η απουσία Νετανιάχου, έπειτα από τις αντιρρήσεις της τουρκικής πλευράς, και η περιορισμένη παρουσία του Μαχμούντ Αμπάς επιβεβαιώνουν ότι η συμφωνία λειτουργεί περισσότερο ως εξωτερικό πλαίσιο διαχείρισης παρά ως συμφωνία επίλυσης της σύγκρουσης.
Η συγκεκριμένη αρχιτεκτονική, στην οποία η Ουάσιγκτον συνεργάζεται ταυτόχρονα με Κάιρο, Ντόχα και Άγκυρα, επιχειρεί να δημιουργήσει ένα πολυπολικό μοντέλο εγγυήσεων, ικανό να υποκαταστήσει την απουσία άμεσης ισραηλοπαλαιστινιακής συνεννόησης.
Τα κρίσιμα ανοιχτά ζητήματα
Το «Σχέδιο Τραμπ» των 20 σημείων παραμένει θολό σε τέσσερις βασικούς άξονες:
Αποχώρηση των ισραηλινών δυνάμεων: Δεν υπάρχει σαφές χρονοδιάγραμμα, παρά μόνο αναφορά σε “σταδιακή μετάβαση” ασφαλείας.
Διακυβέρνηση της Γάζας: Δεν έχει καθοριστεί ο φορέας που θα αναλάβει τη διοίκηση κατά τη μεταβατική περίοδο· συζητείται ένα μοντέλο διεθνούς επιτήρησης με συμμετοχή Αιγύπτου και Κατάρ.
Αφοπλισμός της Χαμάς: Αναβάλλεται επ’ αόριστον, με αναφορά σε «διαδοχικά στάδια σταθεροποίησης».
Παλαιστινιακή κρατικότητα: Παραμένει εκτός άμεσης ατζέντας, παρότι αναγνωρίζεται ρητά η ανάγκη για «ίσα δικαιώματα και αξιοπρέπεια».
Η ασάφεια αυτών των σημείων υποδηλώνει ότι πρόκειται για διαδικασία διαχείρισης και όχι επίλυσης. Η Ουάσιγκτον επιδιώκει να διατηρήσει τον έλεγχο του ρυθμού υλοποίησης, λειτουργώντας ως ρυθμιστής μεταξύ των αντιμαχόμενων μερών.
Η διακήρυξη και η γεωπολιτική της ανάγνωση
Η κοινή διακήρυξη των τεσσάρων χωρών ενσωματώνει τη φιλοσοφία της “περιφερειακής ολοκλήρωσης μέσω οικονομικής συνεργασίας και αντιεξτρεμιστικής ρητορικής”.
Παρότι κάνει λόγο για “θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα όλων των λαών”, αποφεύγει να αναφερθεί ρητά στην έννοια της παλαιστινιακής αυτοδιάθεσης, στοιχείο που αποκαλύπτει την προσπάθεια των συντακτών να αποφύγουν πολιτική δέσμευση σε ζητήματα κρατικής κυριαρχίας.
Η αναφορά σε «σεβασμό των θρησκευτικών δεσμών» και «προστασία πολιτιστικής κληρονομιάς» λειτουργεί περισσότερο ως μηχανισμός εξισορρόπησης της ρητορικής, αποσκοπώντας στη δημιουργία ενός ελάχιστου κοινού παρονομαστή αποδοχής από αραβικά και δυτικά κράτη.
Προοπτικές και περιορισμοί
Η «Συμφωνία Τραμπ» μπορεί να λειτουργήσει ως μεταβατικό διπλωματικό εργαλείο αποκλιμάκωσης, όχι όμως ως τελική ειρηνευτική διευθέτηση. Η απουσία θεσμικού πλαισίου για τη μελλοντική διακυβέρνηση της Γάζας και η μη δέσμευση για το παλαιστινιακό κράτος καθιστούν το εγχείρημα ευάλωτο σε επαναλαμβανόμενους κύκλους αστάθειας.
Σε στρατηγικό επίπεδο, η Ουάσιγκτον επαναφέρει τη λογική της «λειτουργικής ειρήνης» – δηλαδή μιας ειρήνης που εδράζεται στη διαχείριση και όχι στην επίλυση των συγκρούσεων. Ωστόσο, η βιωσιμότητα αυτού του μοντέλου θα εξαρτηθεί από το εάν οι εμπλεκόμενοι δρώντες θα αποδεχθούν τον αμερικανικό ρόλο ως ρυθμιστή ισχύος και όχι ως επιβλέποντα ηγεμόνα.
Η ειρήνη που ανακοινώθηκε στο Σαρμ ελ-Σέιχ αποτελεί περισσότερο πολιτική αναστολή εχθροπραξιών παρά ολοκληρωμένη συμφωνία. Εγκαινιάζει μια νέα περίοδο “σταθεροποίησης μέσω ελέγχου”, όπου οι ΗΠΑ επιχειρούν να μετασχηματίσουν τη Μέση Ανατολή από πεδίο συγκρούσεων σε πλατφόρμα ελεγχόμενης συνεργασίας.
Η πραγματική δοκιμασία της «Συμφωνίας Τραμπ» δεν θα είναι οι υπογραφές, αλλά η ικανότητα εφαρμογής της σε ένα περιβάλλον όπου η ισχύς εξακολουθεί να προηγείται του δικαίου.