Τα ξενοδοχεία παραμένουν στην κορυφή του επενδυτικού ενδιαφέροντος στην αγορά ακινήτων – Ισχυρό ενδιαφέρον από funds και νέα hotspots
Η ξενοδοχειακή αγορά εξακολουθεί να κυριαρχεί στις επενδύσεις ακινήτων στην Ελλάδα, όχι μόνο στους κορυφαίους τουριστικούς προορισμούς, αλλά και σε περιοχές λιγότερο προβεβλημένες στο εξωτερικό. Με σταθερό μακροοικονομικό περιβάλλον και τον τουρισμό σε σταθερά ανοδική τροχιά, το ενδιαφέρον επενδυτών –θεσμικών και ιδιωτών– ενισχύεται διαρκώς.
Σύμφωνα με το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο Ελλάδας, ο συνολικός αριθμός ξενοδοχείων στη χώρα ξεπερνά πλέον τις 10.000, ενώ το 2024 καταγράφηκε αύξηση 5,4% στα ξενοδοχεία πέντε αστέρων και 2,8% στα τετράστερα.
Το νέο επενδυτικό τοπίο: Funds, μετατροπές και περιφερειακή δυναμική
Όπως επισημαίνει ο Λευτέρης Σικαλίδης, πρόεδρος της Επιτροπής Real Estate & Development του Ελληνο-Αμερικανικού Επιμελητηρίου, η ζήτηση αφορά κυρίως:
-
Ξενοδοχεία σε λειτουργία
-
Ακίνητα με δυνατότητα μετατροπής σε ξενοδοχειακές μονάδες, είτε εντός πόλεων είτε σε παραλιακές ή ηπειρωτικές τοποθεσίες
-
Αναπτύξεις από την αρχή, με την προϋπόθεση ύπαρξης σχεδίων και αδειοδοτήσεων
Το επενδυτικό ενδιαφέρον παρουσιάζει αύξηση 20% σε σχέση με το 2023, με έμφαση σε τετράστερα ξενοδοχεία, resorts, city hotels και business hotels, κυρίως σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Πέρα από τις «παραδοσιακές» Κυκλάδες, αναδεικνύονται πλέον και περιοχές όπως η Πελοπόννησος, η Μεσσηνία, ο Μυστράς και η Μάνη, όπου παρατηρείται ισχυρή τουριστική κίνηση και μεγάλη περίοδος λειτουργίας.
Ο Αντώνης Μαρκόπουλος, CEO ψηφιακής πλατφόρμας διαχείρισης ακινήτων, τονίζει ότι το επενδυτικό ενδιαφέρον στρέφεται σε μεγάλες μονάδες άνω των 50 κλινών και σε αναβαθμίσεις παλαιών ξενοδοχείων, ειδικά σε περιοχές όπως η Ομόνοια, όπου μεγάλα brands έχουν ήδη υλοποιήσει εντυπωσιακές ανακαινίσεις.
Αθήνα: Ένα ανερχόμενο ξενοδοχειακό hub με προκλήσεις
Η Αθήνα αποκτά στρατηγικό ρόλο στον ξενοδοχειακό χάρτη. Όπως σημειώνει ο Ευγένιος Βασιλικός, πρόεδρος της Ένωσης Ξενοδόχων Αθηνών – Αττικής & Αργοσαρωνικού, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αυξημένη δραστηριότητα ξένων brands μέσω franchise agreements αλλά και αγοραπωλησιών.
Ωστόσο, ο ίδιος εφιστά την προσοχή στον κίνδυνο υπερπροσφοράς: «Μια νέα οικονομική κρίση θα βρει την αγορά με πολύ μεγαλύτερη δυναμική αλλά και πολύ μεγαλύτερα ρίσκα, αφού η ισορροπία προσφοράς – ζήτησης θα είναι πιο εύθραυστη».
Παράλληλα, επισημαίνει την ανάγκη ποιοτικής ενίσχυσης: καλύτερες υπηρεσίες, προσβασιμότητα, παροχές και συνολική εμπειρία είναι οι τομείς όπου η Ελλάδα καλείται να ανεβάσει τον πήχη, ώστε να κεφαλαιοποιήσει τη διεθνή της εικόνα ως τουριστικού προορισμού.
Οι προοπτικές είναι θετικές, αλλά το στοίχημα πλέον μετατοπίζεται στην ποιότητα, τη στρατηγική επιλογή περιοχών και τη βιωσιμότητα των επενδύσεων, σε ένα περιβάλλον που –αν και ώριμο– παραμένει ευμετάβλητο.
Διαβάστε επίσης: Έρευνα ΙΤΕΠ: Ο ξενοδοχειακός κλάδος «πρωταγωνιστής» της ελληνικής οικονομίας