Τα τελευταία στοιχεία της Eurostat αποτυπώνουν μια σταθερή και ανησυχητική τάση: οι Έλληνες εργαζόμενοι καταγράφουν το υψηλότερο ποσοστό υπερωριακής απασχόλησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σύμφωνα με τα δεδομένα για το δεύτερο τρίμηνο του 2025, στην ηλικιακή κατηγορία 20 έως 64 ετών, το 20,9% των εργαζομένων στην Ελλάδα απασχολείται περισσότερες από 45 ώρες την εβδομάδα — ποσοστό διπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου (10,8%). Στη δεύτερη και τρίτη θέση ακολουθούν Κύπρος και Μάλτα, αντίστοιχα.
Στην Ε.Ε., το 72% των εργαζομένων εργάζεται μεταξύ 22 και 40 ωρών εβδομαδιαίως, ενώ στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό περιορίζεται σημαντικά, καθώς μόλις 6,1% δηλώνει απασχόληση κάτω των 19 ωρών.
Παράλληλα, η Eurostat καταγράφει αύξηση των υπερωριών κατά 1,8 εκατομμύρια ώρες μέσα στο επτάμηνο του 2025, με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση να εντοπίζεται στους τομείς του τουρισμού και της εστίασης, όπου η μεταβολή αγγίζει το 728%.
ΓΣΕΕ: Ένας στους δύο εργάζεται υπερωριακά χωρίς αμοιβή
Σύμφωνα με τη μελέτη του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ (Μάιος 2025), σχεδόν το 50% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα εργάζεται πέραν του συμβατικού ωραρίου χωρίς πρόσθετη αμοιβή.
Η πρακτική αυτή, που συνδέεται με χαμηλή ποιότητα συνθηκών εργασίας και άνιση κατανομή του εργασιακού βάρους, είναι ιδιαίτερα έντονη στους κλάδους κατασκευών, καταλυμάτων και εστίασης, όπου 7 στους 10 εργαζόμενους δηλώνουν παροχή εργασίας εκτός συμβατικών όρων.
Η μελέτη επισημαίνει ότι η υπερεργασία λειτουργεί ως μηχανισμός αναδιανομής εισοδήματος εις βάρος των εργαζομένων, διαβρώνοντας παράλληλα την υγεία, την οικογενειακή ζωή και τη γενικότερη ευημερία τους.
Εκτόξευση υπερωριών στο σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ»
Τα πιο πρόσφατα στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος «ΕΡΓΑΝΗ» επιβεβαιώνουν τη δυναμική αυτή:
Στα σούπερ μάρκετ οι υπερωρίες αυξήθηκαν κατά 60%,
Στις τράπεζες και στις κατασκευές η αύξηση ξεπερνά το 30%,
Ενώ στους κλάδους που εφαρμόζουν την ψηφιακή κάρτα εργασίας, η τάση παραμένει ανοδική.
Ανάγκη για θεσμική αναθεώρηση
Οι αναλυτές του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ υπογραμμίζουν την επείγουσα ανάγκη αναθεώρησης των εργασιακών πρακτικών και της νομοθεσίας για τον χρόνο εργασίας, με στόχο:
τη διασφάλιση δίκαιης αμοιβής για όλες τις ώρες απασχόλησης,
την ενίσχυση των ελέγχων στις επιχειρήσεις,
και τη βελτίωση της ισορροπίας μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής.
Η υπερεργασία, όπως δείχνουν τα συγκριτικά στοιχεία, συνιστά πλέον διαρθρωτικό πρόβλημα της ελληνικής αγοράς εργασίας, το οποίο απαιτεί συστηματική πολιτική αντιμετώπιση.