Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένεται να παρουσιάσει σήμερα προς έγκριση την εμπορική συμφωνία με το μπλοκ της Mercosur (Αργεντινή, Βραζιλία, Παραγουάη, Ουρουγουάη), ανοίγοντας νέο γύρο πολιτικής αντιπαράθεσης στο εσωτερικό της ΕΕ. Η συμφωνία, που ολοκληρώθηκε πέρυσι έπειτα από 25 χρόνια διαπραγματεύσεων, θεωρείται η μεγαλύτερη που έχει υπογράψει ποτέ η Ένωση σε όρους μείωσης δασμών.
Υποστηρικτές της, με αιχμή τη Γερμανία και την Ισπανία, εκτιμούν ότι μπορεί να αντισταθμίσει τις απώλειες από τους δασμούς του Ντόναλντ Τραμπ και να μειώσει την εξάρτηση από την Κίνα, κυρίως σε κρίσιμα ορυκτά όπως το λίθιο, απαραίτητο για την πράσινη μετάβαση.
Στον αντίποδα, η Γαλλία εμφανίζεται ανυποχώρητη, με ισχυρή στήριξη και από άλλες χώρες. Ως ο μεγαλύτερος παραγωγός βοείου κρέατος στην ΕΕ, το Παρίσι καταγγέλλει ότι η συμφωνία θα ανοίξει τον δρόμο για «φθηνές εισαγωγές» που δεν τηρούν τα ευρωπαϊκά πρότυπα υγείας και περιβάλλοντος. Η Κομισιόν, πάντως, απορρίπτει αυτές τις ανησυχίες ως αβάσιμες.
Την αντίθεση ενισχύουν οι αγρότες και οι περιβαλλοντικές οργανώσεις, που χαρακτηρίζουν τη συμφωνία «καταστροφική για το κλίμα». Ελπίζουν μάλιστα πως θα μπλοκαριστεί είτε στο Ευρωκοινοβούλιο, όπου δέχεται κριτική από Πράσινους και ακροδεξιά, είτε από τις ίδιες τις κυβερνήσεις, εάν –όπως φαίνεται πιθανό– Πολωνία και Ιταλία ταχθούν στο πλευρό της Γαλλίας.
Η έγκριση απαιτεί πλειοψηφία στο Ευρωκοινοβούλιο και παράλληλα συναίνεση 15 κρατών-μελών που αντιπροσωπεύουν το 65% του πληθυσμού της ΕΕ. Έτσι, αν χώρες όπως η Ιταλία και η Πολωνία συστρατευθούν με τη Γαλλία, η συμφωνία ενδέχεται να μπλοκαριστεί.
Για τους υποστηρικτές, η Mercosur δεν αποτελεί μόνο μια νέα μεγάλη αγορά για την ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία, τα χημικά και τα μηχανήματα, αλλά και σημαντική διέξοδο για αγροτικά προϊόντα όπως τυριά, ζαμπόν και κρασί.
Η εξέλιξη αυτή έρχεται σε μια περίοδο που η ΕΕ εντείνει τις εμπορικές της κινήσεις: προχωρά σε νέες συμφωνίες, όπως με το Μεξικό, ενώ παράλληλα διεξάγει διαπραγματεύσεις με την Ινδία, την Ινδονησία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, με στόχο τη διεύρυνση του χαρτοφυλακίου συμμαχιών της απέναντι σε ΗΠΑ και Κίνα.