Παρά τη σημαντική πρόοδο, το κόστος της ατμοσφαιρικής ρύπανσης εξακολουθεί να είναι τεράστιο για την Ευρωπαϊκή Ένωση
Παρά τη σημαντική πρόοδο, η ατμοσφαιρική ρύπανση εξακολουθεί να προκαλεί απώλειες ύψους 600 δισ. ευρώ κάθε χρόνο στην Ευρωπαϊκή Ένωση – ποσό που αντιστοιχεί στο 4% του ετήσιου ΑΕΠ της. Σύμφωνα με το Bruegel, το κόστος αυτό προέρχεται από απώλειες παραγωγικότητας, όπως η αύξηση των απουσιών, η μείωση της παραγωγικότητας κατά τη διάρκεια της εργασίας και η βλάβη των οικοσυστημάτων. Το κόστος της ατμοσφαιρικής ρύπανσης είναι δυσανάλογα υψηλό στην ανατολική Ευρώπη και την Ιταλία, όπου οι απώλειες αναμένεται να παραμείνουν πάνω από το 6% του ΑΕΠ μέχρι το 2030. Το 10% των πιο μολυσμένων περιοχών της ΕΕ υφίσταται το 25% του βάρους της θνησιμότητας που αποδίδεται στην ατμοσφαιρική ρύπανση. Τα μέτρα κατά της ατμοσφαιρικής ρύπανσης θα πρέπει να έχουν προτεραιότητα και όχι να καθυστερούν στις περιοχές αυτές.
Η προώθηση του καθαρού αέρα ενισχύει την οικονομική ανάπτυξη κατά 50 έως 60 δισ. ευρώ κάθε χρόνο. Η αυξανόμενη δέσμευση της ΕΕ για καθαρότερο αέρα αντικατοπτρίζεται από τον τριπλασιασμό των κονδυλίων που διατίθενται για την προώθηση των πολιτικών για καθαρό αέρα, από 7 δισ. ευρώ ετησίως για την περίοδο 2014-2020 σε 25 δισ. ευρώ ετησίως για την περίοδο 2021-2027, τα οποία υποστηρίζονται ιδίως από τη διευκόλυνση ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (RRF). Η χρηματοδοτική στήριξη της ΕΕ πρέπει να συνεχιστεί και μετά το 2026, οπότε και λήγει το RRF.
Η οδηγία της ΕΕ για την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα στέλνει ένα ισχυρό μήνυμα αλλά αφήνει κενά: οι εξαιρέσεις και οι αναβολές μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο τη συνολική πρόοδο για καθαρότερο αέρα. Η κατανάλωση ορυκτών καυσίμων αποτελεί ένα από τα κύρια εμπόδια για την επίτευξη των στόχων για καθαρό αέρα. Ωστόσο, οι επιδοτήσεις για ορυκτά καύσιμα ήταν δεκατέσσερις φορές υψηλότερες από τα κονδύλια της ΕΕ για καθαρό αέρα μεταξύ 2014 και 2020 και προβλέπεται να παραμείνουν πέντε φορές υψηλότερες για τα επόμενα χρόνια. Η αμμωνία, μια σημαντική πρόδρομη ουσία των λεπτών σωματιδίων που προέρχεται κυρίως από τη γεωργία, δεν ρυθμίζεται επαρκώς.
Η αποτελεσματικότητα των πολιτικών καθαρού αέρα εξαρτάται από το πλαίσιο. Απαιτείται ο προσδιορισμός συγκεκριμένων δράσεων για κάθε περιοχή και η ποσοτικοποίηση των δυνητικών κερδών για να επιταχυνθεί η μετάβαση σε καθαρότερο αέρα. Η σταδιακή κατάργηση της χρήσης άνθρακα στη θέρμανση κατοικιών είναι πιο αποδοτική στην ανατολική Ευρώπη, ενώ η μείωση των βιομηχανικών και γεωργικών εκπομπών θα αποφέρει περισσότερα οφέλη στη βόρεια Ιταλία.
Χριστίνα Δημητρίου