Η νέα, κριτική παρέμβαση Καραμανλή και η έμμεση απάντηση Μητσοτάκη στη Βουλή ανοίγουν νέο κεφάλαιο στην εσωτερική ένταση της ΝΔ
Η χθεσινή τοποθέτηση του Κώστα Καραμανλή στην Παλαιά Βουλή, στο πλαίσιο εκδήλωσης για την Άννα Ψαρούδα-Μπενάκη, ξεπέρασε κατά πολύ το εθιμοτυπικό πλαίσιο. Ήταν μια πολιτική διακήρυξη με θεσμικό περιεχόμενο και σαφές υπαινικτικό βάρος απέναντι στην παρούσα κυβέρνηση.
Ο πρώην πρωθυπουργός διαχώρισε δύο «είδη πολιτικών»: «Υπάρχουν εκείνοι που σαγηνεύονται από την εξουσία, τη δύναμη της επιβολής και την ανάγκη αναγνώρισης και δυστυχώς μερικές φορές τον προσπορισμό υλικού οφέλους. Και υπάρχουν και εκείνοι που θέλουν να προσφέρουν στον τόπο, που δεν συμβιβάζονται με τις αρχές τους και βάζουν το δημόσιο συμφέρον πάνω από το προσωπικό».
Η φράση αυτή λειτούργησε σαν «διαχωριστική γραμμή»: όχι μόνο πολιτικά, αλλά και αξιακά. Στη συνέχεια, ο Καραμανλής προειδοποίησε: «Όταν ένα συνεχώς αυξανόμενο κομμάτι της κοινωνίας θεωρεί πως οι θεσμοί χειραγωγούνται, πως το Κοινοβούλιο υποβαθμίζεται και πως οι ισχυροί δεν ελέγχονται, τότε έχουμε κρίση. Κρίση απαξίωσης, κρίση απονομιμοποίησης, κρίση αμφισβήτησης».
Η επανάληψη της λέξης «κρίση» δεν ήταν ρητορική υπερβολή. Ήταν ξεκάθαρο πολιτικό σήμα. Ο πρώην πρωθυπουργός κατέγραψε μια θεσμική κόπωση που, κατά την άποψή του, προέρχεται από την έλλειψη λογοδοσίας και τον υπερσυγκεντρωτισμό της εξουσίας.
Κατά πολλούς, η ομιλία του Καραμανλή έβαζε έμμεσα στο στόχαστρο το Μέγαρο Μαξίμου και τις πρακτικές κυβερνητικού ελέγχου στην ενημέρωση, στη Δικαιοσύνη και στα θεσμικά αντίβαρα.
Η πιο φορτισμένη φράση του ήταν η εξής: «Αν η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών αποδειχθεί ανέφικτη, τότε οδηγούμαστε σε μείζονα θεσμική κρίση και, σε ακραία εκδοχή, σε κρίση πολιτική ή ακόμη και εθνική».
Αυτή η προειδοποίηση, ότι η απαξίωση των θεσμών μπορεί να μετατραπεί σε κρίση κράτους, ερμηνεύθηκε από πολιτικούς παρατηρητές ως ευθεία θεσμική μομφή κατά του τρόπου που λειτουργεί σήμερα η εκτελεστική εξουσία.
«Ήταν μια πολιτική διαθήκη και μια ηθική ράπισμα μαζί», είπε πρώην υπουργός των κυβερνήσεων Καραμανλή σε δημοσιογράφους, βγαίνοντας από την αίθουσα. Ενώ, ένας νυν βουλευτής της Ν.Δ. πρόσθεσε ψιθυριστά: «Όταν μιλάει ο Καραμανλής, δεν χρειάζεται να φωνάζει. Ξέρουμε ποιον εννοεί».
Η «σιωπηλή» απάντηση Μητσοτάκη: «Η Ελλάδα στέκεται όρθια και περήφανη»
Μόλις 24 ώρες αργότερα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλώντας στη Βουλή στη συζήτηση για την εξωτερική πολιτική, επέλεξε έναν τόνο θεσμικής «αντιστροφής» της ρητορικής Καραμανλή χωρίς να τον κατονομάσει.
Ξεκίνησε λέγοντας: «Προσέρχομαι στη σημερινή συζήτηση με αίσθημα ευθύνης και διάθεση συγκλίσεων. Οι εθνικοί χειρισμοί δεν ασκούνται στα καφενεία ή στα τηλεοπτικά πάνελ».
Η φράση αυτή ερμηνεύθηκε ως υπαινιγμός προς όσους «σχολιάζουν» ή αμφισβητούν εξ αποστάσεως, και αποτέλεσε ένα έμμεσο ράπισμα προς τον Καραμανλή, ο οποίος εδώ και καιρό επιλέγει το ρόλο του εξωτερικού παρατηρητή της κυβερνητικής πολιτικής.
Αργότερα, ο πρωθυπουργός πρόσθεσε: «Η Ελλάδα στέκεται όρθια και περήφανη· έχει φωνή, έχει αξιοπιστία, έχει διεθνές κύρος».
Με την τοποθέτηση αυτή αντιστάθμισε την αφήγηση περί «θεσμικής κρίσης», παρουσιάζοντας μια εικόνα σταθερότητας και διεθνούς ενίσχυσης.
Αν ο Καραμανλής περιέγραψε μια χώρα «εσωτερικά εύθραυστη», ο Μητσοτάκης επέλεξε να την δείξει «εξωτερικά ακλόνητη».
Στην ουσία, απάντησε με πράξεις πολιτικής αυτοπεποίθησης, επικαλούμενος τις αμυντικές συμφωνίες, τη διπλωματική κινητικότητα και την οικονομική ανάκαμψη, και όχι με απευθείας αναφορά στην κριτική για τους θεσμούς.
Αυτή η «σιωπηρή» αντιπαράθεση επιβεβαιώνει πως η ένταση είναι πλέον θεσμικά «κωδικοποιημένη». Ο Καραμανλής μιλά για αξίες, ο Μητσοτάκης απαντά με επιτεύγματα. Ο πρώτος επισημαίνει κρίση εμπιστοσύνης, ο δεύτερος προβάλει ισχύ και αποτελεσματικότητα.
Μετά τη λήξη της σημερινής συνεδρίασης, βουλευτές σχολίαζαν πως το κλίμα είναι ήρεμο στην επιφάνεια, αλλά ηλεκτρισμένο στο παρασκήνιο. Το σχόλιο όπως βουλευτή, παρουσία δημοσιογράφων ήταν αυτό που έκανε τη διαφορά: «Αν οι πρώην πρωθυπουργοί συνεχίσουν έτσι, το επόμενο συνέδριο της Ν.Δ. θα θυμίζει οικογενειακό συμβούλιο που κανείς δεν θέλει να συγκαλέσει».
Το στιγμιότυπο με Σαμαρά: Μια εικόνα, πολλά υπονοούμενα
Κατά τη διάρκεια της ομιλίας Καραμανλή, ο Αντώνης Σαμαράς εισήλθε στην αίθουσα της Παλαιάς Βουλής καθυστερημένα. Ο Καραμανλής σταμάτησε την ομιλία του, χαμογέλασε και είπε «Καλώς ήρθες, Πρόεδρε».
Το ακροατήριο χειροκρότησε και αμέσως μετά οι δύο πρώην πρωθυπουργοί αντάλλαξαν θερμή χειραψία.
Η σκηνή αυτή, έδωσε συμβολικό περιεχόμενο. Δύο πρώην αρχηγοί της Ν.Δ. ενωμένοι δημοσίως, την ώρα που οι σχέσεις τους με τον σημερινό ηγέτη του κόμματος παραμένουν παγωμένες.
Το στιγμιότυπο σχολιάστηκε ως «μήνυμα συντεταγμένης διαφωνίας»: Ούτε ρήξη, ούτε υποταγή. Καραμανλής και Σαμαράς εμφανίστηκαν θεσμικά παρόντες και πολιτικά διακριτοί, σαν να υπενθύμιζαν ότι το DNA της παράταξης δεν περιορίζεται στο Μαξίμου.
Ένα «ρήγμα» με πολλαπλές αναγνώσεις
Η αντιπαράθεση των δύο «στρατόπεδων» δεν είναι απλά προσωπική. Αντανακλά τρία παράλληλα επίπεδα:
-
Θεσμικό: Ο Καραμανλής θέτει το ερώτημα της λογοδοσίας και της ανεξαρτησίας των θεσμών· ο Μητσοτάκης απαντά με το επιχείρημα της σταθερότητας και της διεθνούς αξιοπιστίας.
-
Κομματικό: Η παρέμβαση Καραμανλή επαναφέρει μια παλιά συζήτηση στη Ν.Δ.: εάν το κόμμα έχει γίνει προσωποπαγές ή αν μπορεί να “ακούει” τις διαφορετικές φωνές του.
-
Παραπολιτικό: Το θερμό τετ-α-τετ με τον Σαμαρά λειτουργεί σαν υπενθύμιση ότι οι πρώην πρωθυπουργοί δεν είναι “σιωπηλοί θεατές”, αλλά πολιτικοί παράγοντες που παραμένουν σε επιφυλακή.
Αν κάτι προκύπτει καθαρά από αυτό το διήμερο, είναι ότι η Ν.Δ. εισέρχεται σε μια περίοδο υπόγειας θεσμικής έντασης. Ο Μητσοτάκης επιθυμεί πειθαρχημένο μέτωπο, ενόψει δύσκολων εθνικών και ευρωπαϊκών θεμάτων. Ο Καραμανλής θέλει να αφήσει ιστορικά, ένα αποτύπωμα «προειδοποίησης» για τη φθορά της εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Ενώ, ο Αντώνης Σαμαράς δείχνει πως η «παλιά φρουρά» υπάρχει, όχι για να ανατρέψει αλλά για να υπενθυμίσει.