Το ΝΑΤΟ ανακοίνωσε ότι το 2025 όλα τα κράτη μέλη θα αφιερώσουν τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ τους σε αμυντικές δαπάνες… τι έπεται
Η Ατλαντική Συμμαχία ανακοίνωσε από τις Βρυξέλλες ότι το 2025 θα είναι η πρώτη χρονιά όπου και τα 32 κράτη μέλη θα αφιερώσουν τουλάχιστον το 2% του ΑΕΠ τους σε στρατιωτικές δαπάνες, έναν στόχο που είχε τεθεί ήδη από το 2014 μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία. Η εξέλιξη αυτή αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα, καθώς ο στόχος είχε καθυστερήσει να επιτευχθεί από αρκετές χώρες, όπως η Ισπανία, η Ιταλία, ο Καναδάς και το Βέλγιο, οι οποίες χρειάστηκαν πάνω από μία δεκαετία για να ανταποκριθούν.
Από το 2% στο 5% του ΑΕΠ
Η Συμμαχία δεν σταματά στο όριο του 2%. Στη σύνοδο κορυφής που πραγματοποιήθηκε στη Χάγη, οι σύμμαχοι δεσμεύτηκαν σε μια νέα, φιλόδοξη δέσμευση: σχεδόν διπλασιασμό των στρατιωτικών δαπανών στο 3,5% του ΑΕΠ έως το 2035 και επιπλέον 1,5% για δαπάνες σχετικές με την ασφάλεια υποδομών, όπως δρόμοι, γέφυρες και δίκτυα μεταφορών. Συνολικά, αυτό σημαίνει ότι το 5% του ΑΕΠ κάθε χώρας θα κατευθύνεται στην άμυνα και την ασφάλεια.
Η κίνηση αυτή μεταφράζεται σε εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ, με τις δαπάνες για το 2025 να εκτιμώνται ήδη σε πάνω από 1,5 τρισεκατομμύριο δολάρια (1,29 τρισ. ευρώ). Η Πολωνία παραμένει στην κορυφή, με ποσοστό 4,48% του ΑΕΠ, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να διαθέτουν τον μεγαλύτερο όγκο πόρων (3,22% του ΑΕΠ τους, σε απόλυτα μεγέθη πολύ υψηλότερα από οποιαδήποτε άλλη χώρα).
Η θέση της Ελλάδας στις αμυντικές δαπάνες
Η Ελλάδα βρίσκεται σταθερά ανάμεσα στις χώρες που υπερκαλύπτουν τον στόχο του 2%, δαπανώντας τα τελευταία χρόνια πάνω από το 3% του ΑΕΠ της για την άμυνα. Οι υψηλές αυτές δαπάνες απορρέουν από την ανάγκη ενίσχυσης της αποτρεπτικής ισχύος έναντι της Τουρκίας, αλλά και από τις επενδύσεις σε εξοπλιστικά προγράμματα, όπως η απόκτηση μαχητικών Rafale, φρεγατών Belharra και εκσυγχρονισμού F-16.
Η πορεία αυτή φέρνει τη χώρα σε πλεονεκτική θέση εντός ΝΑΤΟ, καθώς καταγράφεται συστηματικά στις πρώτες θέσεις σε ποσοστό επί του ΑΕΠ, δίπλα στην Πολωνία και πολύ πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ταυτόχρονα, όμως, θέτει ζητήματα δημοσιονομικής αντοχής, αφού οι δαπάνες αυτές προστίθενται σε μια ήδη επιβαρυμένη οικονομία.
Ο ρόλος της Ρωσίας και οι αντιδράσεις
Η αυξημένη αυτή κινητοποίηση αποδίδεται σε δύο παράγοντες: την πίεση που άσκησε ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, για μεγαλύτερη συμμετοχή των Ευρωπαίων στις δαπάνες, αλλά κυρίως στη ρωσική απειλή. Ο νέος γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, προειδοποίησε ότι η Ρωσία θα μπορούσε να εξαπολύσει «νικηφόρα» επίθεση στην Ευρώπη μέσα στα επόμενα τρία έως πέντε χρόνια εάν δεν ενισχυθεί η αμυντική ετοιμότητα.
Ωστόσο, οι δεσμεύσεις αυτές δεν είναι αδιαμφισβήτητες. Η Ισπανία, για παράδειγμα, εξέφρασε επιφυλάξεις για την υποχρέωση δαπάνης 5% του ΑΕΠ, τονίζοντας ότι κάθε χώρα οφείλει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που της αναθέτει η Συμμαχία και πως το 2% επαρκεί για να καλύψει τις αμυντικές ανάγκες της.
Η νέα ισορροπία στην ευρωπαϊκή ασφάλεια
Η στρατηγική αύξηση των αμυντικών δαπανών αντικατοπτρίζει το νέο περιβάλλον ασφάλειας που διαμορφώθηκε μετά την πλήρους κλίμακας εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022. Ενδεικτικό είναι ότι, ενώ για χρόνια μόλις λίγες χώρες ξεπερνούσαν το όριο του 2% (με πιο χαρακτηριστικές τις ΗΠΑ και ορισμένες ανατολικοευρωπαϊκές χώρες), πλέον όλες οι πρωτεύουσες δεσμεύονται για μια μακροχρόνια και δαπανηρή στρατηγική ενίσχυσης.
Το εγχείρημα έχει και πολιτικές διαστάσεις: αφενός στέλνει μήνυμα αποτροπής προς τη Μόσχα, αφετέρου δείχνει ότι η Δυτική Συμμαχία επιδιώκει μεγαλύτερη στρατηγική αυτονομία και μειωμένη εξάρτηση από την Ουάσιγκτον. Το ερώτημα που μένει να απαντηθεί είναι κατά πόσο οι κοινωνίες της Ευρώπης θα αντέξουν τη δημοσιονομική πίεση που συνεπάγονται οι δεσμεύσεις αυτές, ιδίως σε χώρες με υψηλό χρέος και περιορισμένα περιθώρια δημοσιονομικών κινήσεων.