16 Αυγούστου του 1943: Επί εννιά ώρες οι Ναζί σκότωναν, βίαζαν κι’ έκαιγαν! Ήταν μια μέρα σαν σήμερα, 16 Αυγούστου του 1943, ξημέρωμα. Μετά τη γιορτή της Παναγίας, το χωριό Κομμένο στην Άρτα ακόμα κοιμόταν. Τα όργανα από τον γάμο που είχε γίνει μια μέρα πριν, μόλις είχαν σωπάσει και το καλοκαίρι άπλωνε τη ράθυμη ηρεμία του…
Το Κομμένο, πλάι στον Άραχθο, εκείνο το πρωινό θα περνούσε στις πιο αιματοβαμμένες σελίδες της παγκόσμιας Ιστορίας. Στις 05.30 το πρωί, αξημέρωτα ακόμα, ένα βαριά οπλισμένο γερμανικό ναζιστικό τάγμα μπήκε στο χωριό και έπιασε θέσεις μάχης.
Το χρονικό
Τέσσερις μέρες πριν, είχε περάσει από το χωριό ένα αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν Γερμανοί στρατιώτες. Κατά τη διέλευση τους αντιλήφθηκαν ότι βρίσκονταν μέσα στο χωριό ένοπλοι αντάρτες. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, στις 12 Αυγούστου μικρή ομάδα ανταρτών μπήκε στο Κομμένο για να μαζέψει τρόφιμα, όταν αναγνωριστική ομάδα Γερμανών μοτοσικλετιστών είδε τους αντάρτες. Οι Ναζί είχαν την αφορμή.
Μόλις έφτασε η στρατιωτική δύναμη περικύκλωσε το χωριό και απέκλεισε τις φυσικές εξόδους ώστε να μην μπορέσει κανείς να διαφύγει. Αμέσως οι Γερμανοί άρχισαν να πυροβολούν προς όλες τις κατευθύνσεις. Ταυτόχρονα άρχισε η σφαγή των κατοίκων και η καταστροφή των σπιτιών. Μέχρι το μεσημέρι περίπου 300 σπίτια του χωριού είχαν καεί και 317 κάτοικοι του Κομμένου, αλλά και γύρω χωριών που είχα βρεθεί στην περιοχή για τον γάμο, βρήκαν μαρτυρικό θάνατο· ανάμεσα τους ήταν παιδιά, έγκυοι γυναίκες, νέοι και γέροι.
Ο γάμος γέμισε φέρετρα!
Ανάμεσά στους νεκρούς ήταν 97 παιδιά και 119 γυναίκες, ενώ έπεσαν νεκροί και οι περίπου 30 καλεσμένοι που είχαν έρθει από γειτονικά χωριά για τον γάμο της Αλεξάνδρας και του Θεοχάρη. Την ώρα που εισέβαλαν στο χωριό οι Γερμανοί, η νύφη και ο γαμπρός περνούσαν την πρώτη νύχτα του γάμου τους, που έμελλε να είναι και η τελευταία. Από την οικογένεια της νύφης επέζησαν μόνο δυο αδέλφια. Η νύφη, ο γαμπρός εκτελέστηκαν. Στο τέλος της σφαγής οι στρατιώτες έφαγαν και ήπιαν και πέταξαν τις άδειες κονσέρβες τους, δίπλα σε 7 πτώματα στην πλατεία του χωριού.
Κάποιοι από τους υπεύθυνους της σφαγής πλήρωσαν για τα εγκλήματά τους: ο ταγματάρχης Φάλνερ εκτελέσθηκε, λίγο μετά, στην Σερβία από παρτιζάνους. Και ο Μέραρχος Λαντς δικάσθηκε στην Δίκη της Νυρεμβέργης και καταδικάστηκε σε 12 χρόνια κάθειρξη, ωστόσο αφέθηκε ελεύθερος το 1951!
Η θηριωδία
Πολλές από τις οικογένειες του χωριού καίγονται ζωντανές μέσα στα σπίτια τους, πριν καλά – καλά συνειδητοποιήσουν τι συμβαίνει. Η έφοδος των Γερμανών τους βρίσκει, κυριολεκτικά, στον ύπνο.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες η θηριωδία διαρκεί έξι ώρες. Μέσα σε αυτές τις έξι ώρες, το μαρτυρικό Κομμένο καταστρέφεται ολοσχερώς και μετρά 317 θύματα.
Ξεκληρίστηκαν 20 οικογένειες, εκτελέστηκαν 97 νήπια και παιδιά ηλικίας έως 15 ετών, θανατώθηκαν 119 γυναίκες μεταξύ των οποίων και η Μαρία, μία γυναίκα ετοιμόγεννη σε δίδυμη κύηση.
Η μαρτυρία της Μαρίας Λάμπρη για το συγκεκριμένο περιστατικό αποδίδει τη βαρβαρότητα της γερμανικής εφόδου στο Κομμένο : «…Εκεί πήγαν και τη βρήκαν τη Μαρία και την ξεκοίλιασαν ζωντανή, της έβγαλαν τα παιδιά και της έβαλαν ένα από δω και τ’ άλλο από κει. Και μετά την έσφαξαν…»
Τα ξημερώματα της λεηλασίας του Κομμένου, οι περισσότεροι κάτοικοι δεν έχουν ακόμη ξυπνήσει, κάποιοι λιγοστοί έχουν βγει για τις αγροτικές και κτηνοτροφικές δουλειές, ενώ, στο σπίτι του Θεόδωρου Μάλλιου, ο γάμος δεν έχει σχολάσει ακόμη. Το γαμήλιο γλέντι κρατά αποβραδίς της Παναγιάς.
Ο αιματοβαμμένος γάμος της Αλεξάνδρας και του Θεοχάρη
Η Αλεξάνδρα, η κόρη του Θόδωρου Μάλλιου, το βράδυ της Παναγίας παντρεύεται τον Θεοχάρη Καρίνο από τον Παχυκάλαμο, ένα χωριό κοντά στο Κομμένο. Το γλέντι κρατά ως το ξήμερωμα. Την ώρα που η γερμανική έφοδος μπαίνει στο χωριό, είναι σε εξέλιξη. Δε «μένει» κανείς. «Χάνονται» όλοι. Τους καίνε και τους σκοτώνουν. Γύρω στα 35 με 40 άτομα.
Από την οικογένεια του Θόδωρου Μάλλιου σώθηκε μόνο ο Αλέξανδρος και η Μαρία τα δύο μικρά παιδιά του. Φεύγουν λίγο νωρίτερα από το γαμήλιο γλέντι για να φροντίσουν τα ζωντανά. Η Αλεξάνδρα και ο Θεοχάρης πριν λίγες ώρες στέφθηκαν σύντροφοι στη ζωή και τώρα… στο θάνατο!
Ο επιζήσας Αλέξανδρος Μάλλιος ανακαλεί τη θλιβερή εικόνα που αντίκρυσε σαν γύρισε σπίτι: «Την αδελφή μου την βρήκα νεκρή. Φορούσε ακόμα το νυφικό της. Δίπλα της βρισκόταν ο άντρας της, καλεσμένοι και πολλά παιδιά. Σκοτώθηκαν τα εφτά αδέρφια μου, οι δύο γονείς μου και μία νύφη. Ήταν παντρεμένος ο μεγάλος αδερφός μου. Δέκα άτομα. Γύρω στα σαράντα άτομα σκοτώθηκαν μέσα στο σπίτι μου, τριανταοχτώ με σαράντα άτομα. Σ’ ένα χρόνο ήρθα εδώ, μου φτιάξανε μια καλύβα και έζησα εκεί. Είχα μείνει με το φανελάκι και το βρακάκι, όπως έφυγα».
Στην φωτογραφία ο Θόδωρος Μάλιος με τη γυναίκα του και τα εννιά παιδιά του. Η αιματοβαμμένη νύφη, η Αλεξάνδρα, στο κέντρο στην πάνω σειρά των εικονιζομένων. Τα δύο παιδιά της οικογενείας που επέζησαν του Ολοκαυτώματος είναι αυτά που κρατάει από τους ώμους ο πατέρας.
Ο Αραχθος και το Κομμένο
‘Οσοι προλαβαίνουν να βγουν έξω από τα σπίτια τους για να αποφύγουν το κακό που έρχεται, τρέχουν προς τα χωράφια και τις εκβολές του ποταμού Άρχαχθου. Κάμποσοι ρίχνονται στα νερά μη βλέποντας άλλη διαφυγή. Άλλοι βουτάνε, πιάνονται και κρέμονται από τις βάρκες. Γύρω στα είκοσι άτομα μπαίνουν στη βάρκα του Σπύρου Βλαχοπάνου με την ελπίδα να περάσουν απέναντι και να γλιτώσουν το θάνατο. Είκοσι άτομα, όμως, είναι πολλά. Το σκαρί δεν αντέχει. Ο Αμβρακικός γίνεται ο υγρός τάφος τους.
Ο γερμανικός λόχος
Όπως προκύπτει από τις μαρτυρίες Γερμανών στρατιωτών που μετείχαν στην επιχείρηση, όταν ο λόχος τους κατευθύνεται προς το Κομμένο, πιστεύουν πως θα λάβουν μέρος σε μία μάχη με τους αντάρτες.
Καθώς όμως η επίθεση εξελίσσεται και δε συναντούν πουθενά καμία ένοπλη αντίσταση ή αντάρτες , μεγάλη μερίδα από αυτούς αρχίζει να αμφιβάλλει για το πραγματικό σκοπό της εφόδου τους στο χωριό.
Ο στρατιώτης Άλμπερτ Ζένγκερ αναφέρει : «Μετά από τη φασαρία των όπλων κυριαρχούσε απόλυτη ησυχία. Οι περισσότεροι στρατιώτες ήταν στενοχωρημένοι και σχεδόν κανείς δεν ήταν σύμφωνος με την επιχείρηση. Ως αυτό το γεγονός δεν είχα συνηδειτοποιήσει ότι ανάμεσά μας υπήρχαν και σαδιστές που συμπεριφέρθηκαν σαν άγρια ζώα. Είδα με τα μάτια του στρατιώτες οι οποίοι γελούσαν και έκαναν αστεία εις βάρος των πτωμάτων. Οι περισσότεροι όμως βρίσκονταν σε μια κατάσταση σοκ και ήταν βαθιά θλιμμένοι. Όλοι είχαν ήδη τύψεις συνείδησης με μερικές μόνο εξαιρέσεις. Στο τέλος καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι εκτελούσαμε απλώς διαταγές ανωτέρων. Η οποιαδήποτε ανυπακοή απέναντι σε επίσημες διαταγές τιμωρούνταν σκληρά».