Bruegel: «Ζαλίζει» το κόστος ενέργειας. Το συμπέρασμα προκύπτει από έκθεση του ευρωπαϊκού think tank Bruegel, που εδρεύει στις Βρυξέλλες. Σχολιάζοντας την κατάσταση που επικρατεί στον ενεργειακό τομέα της Ευρώπης, το Bruegel τονίζει ότι το 2023 «οι βιομηχανικές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν κατά 158% και 345% υψηλότερες αντίστοιχα από αυτές στις Ηνωμένες Πολιτείες». Ενδεικτικό του προβλήματος είναι το ότι «μεταξύ των βιομηχανικών οικονομιών, μόνο το Ηνωμένο Βασίλειο έχει υψηλότερο κόστος τελικής βιομηχανικής ηλεκτρικής ενέργειας από την ΕΕ».
«Τα υψηλά κόστη ενέργειας προκύπτουν από δύο παράγοντες: το συνολικό κόστος ενέργειας και τον τρόπο κατανομής του», εξηγεί το ευρωπαϊκό think tank. «Στην Ευρώπη, οι περισσότεροι τελικοί καταναλωτές – νοικοκυριά, επιχειρήσεις και βιομηχανίες – αγοράζουν ενέργεια μέσω ενδιάμεσων προμηθευτών, οι οποίοι προσφέρουν μακροχρόνια συμβόλαια στους πελάτες και εμπορεύονται για λογαριασμό τους στις χονδρικές αγορές φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας. Οι λογαριασμοί ενέργειας των τελικών καταναλωτών περιλαμβάνουν τέσσερις βασικές συνιστώσες κόστους: το κόστος ενέργειας, τις χρεώσεις δικτύου, τους φόρους και άλλες επιβαρύνσεις».
Εξάρτηση από το ακριβό LNG
Η κυριαρχία των ορυκτών καυσίμων, που παρά την πρόοδο των ΑΠΕ εξακολουθούν να αποτελούν το βασικό μέσο παραγωγής ενέργειας, έχει ως αποτέλεσμα το κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος σε κάθε περιοχή να εξαρτάται κυρίως από την πρόσβαση σε πόρους ορυκτών καυσίμων. «Η Ευρώπη», επισημαίνει το Bruegel, «βρίσκεται σε δυσμενέστερη θέση σε αυτόν τον τομέα σε σύγκριση με τους ανταγωνιστές της: οι Ηνωμένες Πολιτείες καταναλώνουν φθηνά, εγχώρια παραγόμενα ορυκτά καύσιμα, ενώ η ΕΕ βασίζεται στις εισαγωγές ενέργειας για την κάλυψη της ζήτησης». Και αυτό γιατί «η “επανάσταση του fracking”, που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 2000, παρείχε στις ΗΠΑ άφθονο και οικονομικό σχιστολιθικό αέριο και πετρέλαιο, επιτρέποντάς τους να διατηρήσουν υψηλά επίπεδα παραγωγής και να γίνουν ο μεγαλύτερος εξαγωγέας υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) παγκοσμίως».
Στον αντίποδα, το 2022 η ΕΕ κάλυψε το 64,4% της ενεργειακής της ζήτησης με εισαγωγές, «ενώ η εξάρτηση από εισαγωγές φυσικού αερίου άγγιξε το 97,6%». Η απόλυτη εξάρτηση της γηραιάς ηπείρου από τις εισαγωγές κατέστη εμφανής κατά την ενεργειακή κρίση του 2022. Έκτοτε η ΕΕ έχει απεξαρτηθεί εν μέρει από το ρωσικό αέριο, ωστόσο έχει αυξηθεί η εξάρτησή της από το αμερικανικό LNG.
«Το LNG είναι πιο ακριβό από το φυσικό αέριο αγωγών λόγω των επιπλέον εξόδων υγροποίησης και επαναεριοποίησης», εξηγεί το ευρωπαϊκό think tank. Όμως «οι καταναλωτές στις ΗΠΑ δεν επωμίζονται αυτά τα κόστη, καθώς το φυσικό αέριο εξορύσσεται και μεταφέρεται άμεσα μέσω αγωγών. Αντίθετα, οι καταναλωτές της ΕΕ πληρώνουν το πρόσθετο κόστος του LNG, με αποτέλεσμα οι τιμές χονδρικής φυσικού αερίου στην ΕΕ να είναι σχεδόν πενταπλάσιες από αυτές των ΗΠΑ.». Ακολούθως, στο πλαίσιο του target model οι τιμές χονδρικής φυσικού αερίου επηρεάζουν άμεσα τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας.
Ακόμη το Bruegel επισημαίνει ότι βασικό παράγοντα για τις υψηλές τιμές ρεύματος, που πλήττουν τα νοικοκυριά – ιδίως τα πιο φτωχά – αλλά και την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, αποτελεί η υψηλή εξάρτηση της γηραιάς ηπείρου από τα εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα – αρχικά το ρωσικό αέριο και πλέον το ακριβό αμερικανικό LNG.
Από αυτή την άποψη η ταχεία προώθηση της «πράσινης μετάβασης» αποτελεί αδήριτη ανάγκη, τονίζει το ευρωπαϊκό think tank, προκειμένου η ΕΕ να μην εξαρτάται από τις εισαγωγές ορυκτών καυσίμων από τρίτα μέρη. Όμως η εξάπλωση των ΑΠΕ από μόνη της δεν μπορεί να εγγυηθεί την υποχώρηση των τιμών ενέργειας, καθώς η μείωση του κόστους για την εξασφάλιση των ορυκτών καυσίμων θα αντισταθμιστεί ως έναν βαθμό από τα υψηλότερα κόστη για επενδύσεις σε πάγια στοιχεία κεφαλαίου. Εν τέλει, το πόσο και – κυρίως – το για ποιους θα μειωθεί το ενεργειακό κόστος, αποτελεί πολιτική επιλογή.