Ερωτηθείς χθες, ο Πρωθυπουργός για την ομιλία του Αλέξη Τσίπρα στο συνέδριο του ECONOMIST, απάντησε σκωπτικά: «Ήμουν σε μια εκδήλωση για την Τεχνητή Νοημοσύνη, καταλαβαίνει κανείς ποιος ασχολείται με το μέλλον και ποιος με το παρελθόν».
Ειδικότερα, η φορολογική μεταρρύθμιση ως εργαλείο πολιτικής στρατηγικής – Σαφές μήνυμα σε πολίτες και αγορές
Η φετινή ΔΕΘ αποκτά ξεκάθαρα πολιτικό αποτύπωμα, καθώς οι εξαγγελίες του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν περιορίζονται σε μέτρα ανακούφισης, αλλά εντάσσονται σε μια συνολική στρατηγική για την επόμενη τετραετία. Με άξονα τη μεγάλη φορολογική μεταρρύθμιση, ο πρωθυπουργός επιχειρεί να δώσει την εικόνα μιας κυβέρνησης που παραμένει συνεπής στις δεσμεύσεις της, διατηρεί τη δημοσιονομική πειθαρχία και ταυτόχρονα στηρίζει την κοινωνική πλειοψηφία.
Στο επίκεντρο της ρητορικής του βρίσκεται η οικογένεια. Η νέα φορολογική κλίμακα παρουσιάζεται ως «διορθωτική τομή», που αίρει αδικίες και ενισχύει τους γονείς με παιδιά. Η στόχευση αυτή δεν είναι τυχαία: το δημογραφικό πρόβλημα και η στεγαστική κρίση αποτελούν ζητήματα μείζονος πολιτικής και κοινωνικής σημασίας, ενώ η Νέα Δημοκρατία επιδιώκει να κατοχυρώσει προβάδισμα στο συγκεκριμένο πεδίο, αναγκάζοντας την αντιπολίτευση να τρέχει πίσω από την ατζέντα.
Ταυτόχρονα, το οικονομικό σκέλος των εξαγγελιών λειτουργεί ως διπλό μήνυμα. Στο εσωτερικό, οι φοροελαφρύνσεις προς 5 εκατομμύρια φορολογούμενους (δημόσιους και ιδιωτικούς υπαλλήλους, ελεύθερους επαγγελματίες, συνταξιούχους) προσφέρουν πολιτικό κεφάλαιο σε μια περίοδο που η ακρίβεια παραμένει το βασικό πρόβλημα των νοικοκυριών. Στο εξωτερικό, το «πακέτο» του 1,5 δισ. ευρώ παρουσιάζεται ως πλήρως ενσωματωμένο στον προϋπολογισμό του 2026, με την κυβέρνηση να επαναλαμβάνει ότι θα συνεχίσει να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα και να μειώνει τον δείκτη χρέους προς ΑΕΠ. Με τον τρόπο αυτόν επιχειρεί να στείλει καθησυχαστικό σήμα στις αγορές και τους θεσμούς.
Η επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη να σχολιάσει σκωπτικά την ομιλία Τσίπρα στο συνέδριο του Economist («ποιος ασχολείται με το μέλλον και ποιος με το παρελθόν») δείχνει και την πολιτική στόχευση: να αναδείξει την κυβέρνηση ως δύναμη «προοπτικής» και την αντιπολίτευση εγκλωβισμένη σε ξεπερασμένα σχήματα. Ωστόσο, η αντιπολίτευση θα επιχειρήσει να υπονομεύσει την αξιοπιστία του σχεδίου, επιμένοντας ότι οι εξαγγελίες είναι προεκλογικές υποσχέσεις χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα.
Η ΔΕΘ, επομένως, λειτουργεί ως κρίσιμο τεστ ισορροπίας: από τη μία, η ανάγκη του πρωθυπουργού να πείσει την κοινωνία ότι έχει ένα συνεκτικό σχέδιο που απαντά στην ακρίβεια και το δημογραφικό· από την άλλη, η πρόκληση να διατηρήσει το αφήγημα της σταθερότητας σε μια Ευρώπη που ταλανίζεται από πολιτικές αναταράξεις. Το πολιτικό διακύβευμα είναι σαφές: η κυβέρνηση θέλει να κεφαλαιοποιήσει την εικόνα αξιοπιστίας και συνέπειας, ώστε να διαμορφώσει από νωρίς το σκηνικό ενόψει της εκλογικής αναμέτρησης του 2027.
Η ανάγνωση από Βρυξέλλες και αγορές
Οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού παρακολουθούνται στενά τόσο από τις Βρυξέλλες όσο και από τις αγορές, καθώς το δημοσιονομικό πλαίσιο και η διαχείριση του χρέους παραμένουν κρίσιμοι παράγοντες αξιολόγησης της Ελλάδας. Στις Βρυξέλλες, η προσοχή επικεντρώνεται στην δημοσιονομική πειθαρχία και τη διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων. Το γεγονός ότι το πακέτο των 15 μέτρων (άνω του 1,5 δισ. ευρώ) ενσωματώνεται πλήρως στον προϋπολογισμό του 2026 αντιμετωπίζεται θετικά, καθώς δείχνει ότι η κυβέρνηση δεν προχωρά σε μέτρα «εκτός σχεδιασμού».
Οι αγορές, από την πλευρά τους, εστιάζουν στον δείκτη χρέους προς ΑΕΠ και στην ικανότητα της Ελλάδας να διατηρήσει σταθερό το κόστος δανεισμού. Η δέσμευση για φορολογικές ελαφρύνσεις σε 5 εκατομμύρια φορολογούμενους, αλλά ταυτόχρονα η τήρηση των δημοσιονομικών ορίων, στέλνει μήνυμα συνεπούς και προβλέψιμης πολιτικής. Η αγορά βλέπει ότι η κυβέρνηση επιχειρεί να συνδυάσει κοινωνική στήριξη με μακροοικονομική σταθερότητα – στοιχείο που είναι κρίσιμο για την αξιολόγηση των ελληνικών ομολόγων.
Ταυτόχρονα, η επιλογή να παρουσιαστεί το «μεταρρυθμιστικό πλαίσιο» ως συνέχεια του προεκλογικού προγράμματος με ορίζοντα 2027, στέλνει σήμα πολιτικής σταθερότητας και συνέπειας, κάτι που οι επενδυτές εκλαμβάνουν ως θετικό για την πρόβλεψη κινδύνου. Παράλληλα, η αναφορά σε μέτρα για δημογραφικό και στέγαση δείχνει ότι η κυβέρνηση λαμβάνει υπόψη της κοινωνικούς δείκτες, που έμμεσα επηρεάζουν την οικονομική ανάπτυξη και τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών.
Σε γενικές γραμμές, Βρυξέλλες και αγορές εκλαμβάνουν τις εξαγγελίες ως συνδυασμό κοινωνικής πολιτικής και δημοσιονομικής υπευθυνότητας. Το κρίσιμο είναι ότι η κυβέρνηση επιχειρεί να πείσει ότι μπορεί να στηρίξει τους πολίτες χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τη μακροοικονομική σταθερότητα – ένα στοιχείο που θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό την πολιτική και οικονομική αξιοπιστία της Ελλάδας την επόμενη χρονιά.