Απαιτούνται νέες επενδύσεις άνω των 45 δισ. ευρώ σε οικιστικά ακίνητα έως το 2030, προκειμένου να υπάρξει ισορροπία μεταξύ ζήτησης και προσφοράς σύμφωνα με μελέτη της Εθνικής Τράπεζας.
Την μεγαλύτερη αύξηση εδώ και τουλάχιστον τρεις δεκαετίες κατά 14,5% κατά μέσο κατέγραψε η μέση τιμή κατοικιών στην Ελλάδα το α’ τρίμηνο του έτους. Σύμφωνα με σχετική μελέτη της Εθνικής Τράπεζας η ελληνική αγορά οικιστικών ακινήτων παραμένει σε τροχιά ανάκαμψης την ώρα που ενδείξεις υπερβάλλουσας ζήτησης για κατοικίες τροφοδοτούν τις ανατιμήσεις και δρομολογούν νέες επενδύσεις.
Ενδεικτικό της ανοδικής τάσης είναι το γεγονός πως από το γ’ τρίμηνο 2017 όπου καταγράφηκε η χαμηλότερη τιμή κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης καταγράφεται άνοδος σχεδόν στο 50%. Εντούτοις, οι τιμές υστερούν κατά 14% από το ιστορικό υψηλό του γ’ τριμήνου του 2008.
Θα συνεχιστούν οι αυξήσεις
Το υψηλό κατασκευαστικό κόστος και η ανθεκτική ζήτηση αναμένεται να οδηγήσουν σε περαιτέρω αυξήσεις των τιμών κατοικιών βραχυπρόθεσμα, οδηγώντας – για πρώτη φορά σε μια δεκαετία – το λόγο του δείκτη τιμών ακινήτων προς το διαθέσιμο εισόδημα άνω του μ.ο. της Ευρωζώνης στα τέλη του 2023 και το 2024.
Σύμφωνα με την έκθεση η ζήτηση θα συνεχίσει να επιταχύνεται και θα φτάσει σε περίπου 35 χιλ. κατοικίες ετησίως τα επόμενα χρόνια, κυμαινόμενη ελαφρώς υψηλότερα της προσφοράς, δημιουργώντας προσωρινά υπερβάλλουσα ζήτηση περίπου 30 χιλ. κατοικιών το 2023-24. Σε συνδυασμό με την αρκετά σταδιακή αποκλιμάκωση του κόστους κατασκευής, αναμένεται να οδηγήσουν σε μέση άνοδο των τιμών κατοικιών κατά περίπου 7% ετησίως την ίδια περίοδο.
Απαιτούνται επενδύσεις 45 δις. ευρώ
Σε πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα εκτιμάται πως θα απαιτηθούν συνολικά πάνω από €45 δισ. νέων επενδύσεων (σε σταθερές τιμές) σε οικιστικά ακίνητα έως το 2030. Αυτό αντιστοιχεί σε σχεδόν €6 δισ. ετησίως, προκειμένου να διασφαλισθεί η ισορροπία ζήτησης και προσφοράς και να επιτευχθεί ο στόχος για ενεργειακή αναβάθμιση του 10% περίπου του υφιστάμενου κτιριακού αποθέματος κατοικιών που προβλέπεται στο αναθεωρημένο ΕΣΕΚ.