ΕΣΕΚ: Την ανησυχία του για την πορεία των εγχώριων μονάδων φυσικού αερίου εξέφρασε
ο Ελληνικός Σύνδεσμος Ανεξάρτητων Ηλεκτροπαραγωγών (ΕΣΑΗ) στο πλαίσιο της
διαβούλευσης του αναθεωρημένου ΕΣΕΚ.
Για μεγάλες περικοπές προειδοποιεί ο πρόεδρος του ΣΠΕΦ τους επενδυτές φωτοβολταϊκών
Όπως επισημαίνει, μεταξύ άλλων, με την αύξηση της διείσδυσης των ΑΠΕ στο
ενεργειακό μείγμα δε θα υπάρχει πλέον η ανάγκη για την ενέργεια που θα
παράγουν τα επόμενα χρόνια αυτές οι μονάδες και σταδιακά δε θα μπορούν να
καλύπτουν τα κόστη τους αναγκάζοντάς τες στην ουσία να τεθούν εκτός αγοράς.
Μία εξέλιξη που θα έχει σοβαρές συνέπειες για την ασφάλεια του συστήματος,
σύμφωνα με τον ΕΣΑΗ.
Ο Σύνδεσμος υπογραμμίζει ότι θα ήταν πιο ωφέλιμο και αποδοτικό να συμμετείχαν
συστηματικά οι φορείς της αγοράς ενέργειας στην Ομάδα Εργασίας
Παρακολούθησης του ΕΣΕΚ. Έτσι, η εκπόνηση του αναθεωρημένου Σχεδίου θα είχε
πιθανώς συμπεριλάβει τα σχόλια και τις προτάσεις των φορέων και επομένως θα
ήταν ένα κείμενο πιο συμπεριληπτικό και σε αρκετά σημεία πιο ρεαλιστικό.
Πιο αναλυτικά, ο ΕΣΑΗ αναφέρει μεταξύ άλλων:
Για τις θερμικές μονάδες αναφέρει πως το αναθεωρημένο ΕΣΕΚ κάνει δύο
παραδοχές οι οποίες δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές συνθήκες στην
αγορά ενέργειας και οι οποίες εάν τροποποιηθούν, όπως οφείλει να γίνει,
προς το ρεαλιστικότερο τότε δημιουργείται θέμα με την επάρκεια ισχύος και
την ασφάλεια εφοδιασμού με ηλεκτρισμό στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, ο
Πίνακας 31 (σελ. 454) παρουσιάζει ότι το 2030 όλες οι υφιστάμενες και νέες
μονάδες αερίου θα είναι σε λειτουργία με συνολική ισχύ στα 7,9 GW. Κάτι
τέτοιο όμως, εάν διατηρηθεί ο παρόν σχεδιασμός της αγοράς, δεν είναι
πιθανό να γίνει γιατί η ενέργεια που θα παράγουν τα επόμενα χρόνια αυτές
οι μονάδες θα μειώνεται συνεχώς —λόγω διείσδυσης των ΑΠΕ. Άρα αυτές οι
μονάδες δεν θα μπορούν να καλύπτουν τα σταθερά και κεφαλαιουχικά
κόστη τους κι επομένως θα οδηγηθούν σε απόσυρση για οικονομικούς
λόγους. Ειδικά οι παλαιότερες και λιγότερο αποδοτικές μονάδες. Και είναι
προφανές ότι εάν αποσυρθούν έστω και 2-3 μονάδες αερίου τότε το
κριτήριο αξιόπιστης λειτουργίας του Διασυνδεδεμένου Συστήματος (LOLE <
3 hours per year) θα παραβιάζεται κατά πολύ και θα επανέλθει ο κίνδυνος
των μπλακ άουτ. Το ίδιο μη ρεαλιστική είναι και η παραδοχή ότι η
εγκατεστημένη ισχύς των μονάδων αερίου την περίοδο 2035-2050 θα
παραμείνει σταθερή στα 6,4 GW. Χωρίς αγορά διαθέσιμης ισχύος και με
παραγωγή μόλις 4,3 TWh (δηλαδή, ετησίως, 670 ώρες ισοδύναμης
λειτουργίας!) για όλες τις μονάδες αερίου συνολικά είναι βέβαιο ότι δεν θα
είναι οικονομικά βιώσιμες όλες αυτές οι μονάδες. Επομένως η ισχύς των
μονάδων αερίου αυτή την περίοδο θα είναι σημαντικά μικρότερη, εάν τα
πράγματα εξελιχθούν σύμφωνα με τις παραδοχές του ΕΣΕΚ και ειδικά εάν
δεν δημιουργηθεί η νέα αγορά διαθέσιμης ισχύος. Επίσης, είναι σημαντικό
να συμπεριλάβει το ΕΣΕΚ αναφορά και στα έργα καινοτομίας (τα οποία είναι
συγχρηματοδοτούμενα από την ΕΕ) για την προώθηση της τεχνολογίας CCUS
σε σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής στην Ελλάδα. Πέρα από τον τομέα της
βιομηχανίας, αυτή η τεχνολογία πιθανώς να είναι οικονομικά βιώσιμη και σε
μονάδες ηλεκτροπαραγωγής ιδίως στην περίπτωση που η τιμή των
δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα ανέλθει στα επίπεδα των
300 Ευρώ/τόνο και άνω, όπως περιγράφεται στον Πίνακα 28 (σελ. 431).
Αναφορικά με τα PPAs σημειώνει ότι οι αυξημένες προβλέψεις διείσδυσης
των ΑΠΕ όπως αναφέρονται στο αναθεωρημένο ΕΣΕΚ, αναδεικνύουν
αντίστοιχη αύξηση των ποσοτήτων παραγωγής από ΑΠΕ, επομένως και τιμή
που μπορεί να εξασφαλίσει ένα νέο έργο ΑΠΕ μέσω PPA τείνει να
διαμορφώνεται σε χαμηλότερα επίπεδα και άρα γίνεται δυσκολότερη η
επίτευξη οικονομικής βιωσιμότητας για αυτά τα έργα ΑΠΕ. Η πλατφόρμα
PPA που αναπτύσσεται από το ΕΧΕ δε φέρεται να μπορεί να συνεισφέρει
αποτελεσματικά στη διεύρυνση της σχετικής αγοράς. Τα PPA είναι
ιδιαιτέρως πολύπλοκες συμβάσεις οι οποίες ολοκληρώνονται μετά από
πολύμηνες διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών, καθώς περιέχουν (εκτός
των άλλων) πληθώρα οροσήμων και ρητρών συνδεδεμένες τόσο με την
επίτευξή τους όσο και με την απόδοση του έργου. Επίσης, η κεντρική
εκκαθάριση ενός PPA από έναν εκκαθαριστικό οίκο (στα πρότυπα της
προθεσμιακής αγοράς) θα έχει υψηλό κόστος τόσο σε επίπεδο εκκαθάρισης
όσο (και σημαντικότερο) σε επίπεδο περιθωρίου ασφαλείας (margin). Χωρίς
να λαμβάνουμε υπόψιν τεχνικές δυσκολίες όπως η μη ύπαρξη ρευστότητας
και διαφάνειας στην εκτίμηση τιμών και capture rates για χρονικές διάρκειες
όμοιες αυτών των PPAs.
Στον τομέα των ΑΠΕ σημειώνει πως το βασικότερο μειονέκτημα των στόχων
του ΕΣΕΚ είναι η υιοθέτηση μη ρεαλιστικών παραδοχών από το ΕΣΕΚ για
ορισμένες τεχνολογίες με ορίζοντα το 2035. «Συγκεκριμένα, το σχέδιο
θεωρεί ότι το 2030 θα λειτουργούν 1,9 GW υπεράκτιων αιολικών πάρκων
(ΥΑΠ) και το 2035 θα αυξηθούν στα 3,9 GW. Και επιμένουμε για τα ΥΑΠ διότι
με τον αυξημένο συντελεστή διείσδυσής τους προβλέπεται να έχουν
σημαντική συμβολή στην επίτευξη των στόχων του ΕΣΕΚ για τη διείσδυση
των ΑΠΕ δηλαδή 20% της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα.
Ωστόσο, εκκρεμεί η ολοκλήρωση του νομοθετικού και κανονιστικού
πλαισίου για την αδειοδότηση, την εγκατάσταση και τη λειτουργία των
ανωτέρω έργων καθώς και του μηχανισμού στήριξης τους. Περαιτέρω δεν
έχει ακόμα επιλυθεί το θέμα της ηλεκτρικής σύνδεσης των ΥΑΠ στο
Διασυνδεδεμένο Σύστημα. Επομένως αμφότερα τα μεγέθη υλοποίησης για
το 2030 και για το 2035 πρέπει να επανεξετασθούν. Η απλοποίηση των
αδειοδοτικών διαδικασιών που προβλέπεται στο ΕΣΕΚ θα πρέπει πρώτον να
θωρακίζει τις άδειες που εκδίδονται, χωρίς παλινδρομήσεις και δικαστικούς
αγώνες, και δεύτερον να υπάρχει μέριμνα για επαρκή στελέχωση των
υπηρεσιών που θα μπορούν να υλοποιούν τις αδειοδοτήσεις στους
προβλεπόμενους χρόνους. Ο νέος Ειδικός Χωροταξικός σχεδιασμός για τις
ΑΠΕ θα πρέπει να είναι εναρμονισμένος με τις κατευθύνσεις του ΕΣΕΚ. Οι
“Go to areas” και οι περιοχές προτεραιότητας δεν θα πρέπει να είναι
τροχοπέδη σε νέα έργα που βρίσκονται σε ώριμο στάδιο αδειοδότησης
Επίσης, έργα με ΑΕΠΟ και δεσμευτικούς όρους σύνδεσης (ώριμα έργα) θα
πρέπει να εξετάζονται σε διαφορετική βάση ως προς την συμμόρφωσή τους
με τα νέα κριτήρια του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τις ΑΠΕ. Όσον
αφορά τα φωτοβολταϊκά ο στόχος του ΕΣΕΚ είναι εφικτός μόνο εάν επιλυθεί
το πρόβλημα με τα δίκτυα ηλεκτρισμού στην Ελλάδα και ταυτόχρονα να
αυξηθεί κατά πολύ η μεταφορική ικανότητα των διεθνών διασυνδέσεων της
χώρας. Οι υβριδικοί σταθμοί στα Μη Διασυνδεδεμένα Νησιά (σελ. 270) είναι
πιλοτικές δράσεις. Θα πρέπει να υπάρχει επιπλέον στο ΕΣΕΚ αναφορά στο
εγκεκριμένο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή γενικότερο σχήμα στήριξης
υβριδικών σταθμών μέσω ανταγωνιστικών διαδικασιών. Περαιτέρω θα
πρέπει να γίνει μια πιο αποτελεσματική πρόβλεψη για τον μελλοντικό
σχεδιασμό του “repowering” παλαιών αιολικών πάρκων. Με την πρόβλεψη
αποτελεσματικών κινήτρων και διαδικασιών αντικατάστασης των παλαιών
Α/Γ με νέας τεχνολογίας Α/Γ θα μπορούσε να αυξηθεί σημαντικά η
ενεργειακή απόδοση των έργων, χωρίς να αυξηθεί το κόστος για τους
καταναλωτές και με αυξημένο όφελος για τις τοπικές κοινωνίες (μέσω του
ειδικού τέλους ΑΠΕ)». Ειδική μνεία κάνει στις επενδύσεις ΑΠΕ τονίζοντας
πως είναι εκτεθειμένες σε σημαντικούς οικονομικούς κινδύνους.
«Συγκεκριμένα, σημαντική αύξηση του κόστους των επενδύσεων,
λειτουργίας και συντήρησης των μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας,
μεγάλες αδειοδοτικές καθυστερήσεις, αβεβαιότητα του χρόνου και κόστους
διασύνδεσης και του κόστους δανεισμού και μείωση του ύψους
λειτουργικής ενίσχυσης καθώς και αυξανόμενη επιβολή περιορισμών
έγχυσης. Τονίζεται ότι σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο για την εφαρμογή
τυχόν περιορισμών θα πρέπει πρώτα να εξαντλούνται οι μηχανισμοί της
αγοράς και η τυχόν ανακατανομή να βασίζεται σε αντικειμενικά και διαφανή
κριτήρια και να προβλέπεται οικονομική αποζημίωση των παραγωγών».
Προκειμένου να είναι επιτεύξιμοι οι στόχοι του νέου ΕΣΕΚ για την
αποθήκευση, σημειώνει ότι «κρίνεται απαραίτητη η επέκταση των μέτρων
εφαρμογής οικονομικής ενίσχυσης μονάδων αποθήκευσης. Ειδικότερα για
τον τομέα των συσσωρευτών, θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι η συνέχιση
της οικονομικής στήριξης των μονάδων αποθήκευσης χρήζει ιδιαίτερης
σημασίας για τη βιωσιμότητα τους λόγω των υφιστάμενων επιπέδων
κόστους και τουλάχιστον μέχρις ότου να μειωθούν σε τέτοια επίπεδα και να
ωριμάσουν οι συνθήκες της αγοράς ώστε οι ενισχύσεις να μην είναι πλέον
αναγκαίες» Ειδικά για την αντλησιοταμίευση αναφέρει πως «πέρα από το
έργο της Αμφιλοχίας που έχει ενταχθεί και σε μηχανισμό κρατικής ενίσχυσης
εγκεκριμένο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δεν βλέπουμε πώς θα
κατασκευασθούν ακόμα 1.500 MW μέχρι το 2035. Κι αυτό γιατί σήμερα δεν
υπάρχει κανένα αδειοδοτικά ώριμο τέτοιο έργο. Ένα πολύ σημαντικό θέμα,
από πλευράς ανταγωνισμού και κρατικών ενισχύσεων, είναι ότι η
αξιοποίηση υφιστάμενων ταμιευτήρων για νέα έργα αντλησιοταμίευσης
(σελ. 133) δημιουργεί θέμα δικαιωμάτων χρήσης του υδατικού πόρου —πώς
και σε ποιον δίνεται αυτό το δικαίωμα».
Σε ότι αφορά τις προβλέψεις του ΕΣΕΚ για τα υδροηλεκτρικά και χρήση
νερών, υπογραμμίζει ότι όπως στην περίπτωση της αντλησιοταμίευσης, έτσι
και για τα νέα μεγάλα υδροηλεκτρικά έργα τίθεται θέμα δικαιώματος
χρήσης του υδατικού πόρου. «Ιδιαίτερα εάν ληφθεί υπόψη ότι η ιδιοκτησία
και διαχείριση των υφιστάμενων ΥΗΣ ανήκει σε μία μόνο εταιρεία ενέργειας.
Άρα τίθεται θέμα ανταγωνισμού και περαιτέρω συγκέντρωσης. Για αυτό και
απαιτείται συνολική αντιμετώπιση του συγκεκριμένου ζητήματος με βάση το
υφιστάμενο ενωσιακό πλαίσιο το οποίο προβλέπει την κατοχύρωση των
δικαιωμάτων μέσω ανταγωνιστικών διαδικασιών».
Αναφορικά με τα δίκτυα και τις διασυνδέσεις, ο Σύνδεσμος τονίζει ότι «από
τα προβλεπόμενα στο παρόν και στο περυσινό Σχέδιο διαφαίνεται ότι τα
δίκτυα ηλεκτρισμού στη χώρα μας δεν αντιμετωπίζουν κάποιο ιδιαίτερο
πρόβλημα και ότι η τεχνική δυνατότητα σύνδεσης μιας τόσο μεγάλης ισχύος
κυμαινόμενων ΑΠΕ και λειτουργίας του Συστήματος είναι περίπου
δεδομένη. Όμως ήδη με μόλις 13 GW ΑΠΕ συνδεδεμένων στο δίκτυο
βλέπουμε τα μεγάλα προβλήματα περικοπών ενέργειας από ΑΠΕ καθώς και
την αδυναμία σύνδεσης νέων έργων σε πολλές περιοχές της χώρας. Άρα θα
πρέπει το ΕΣΕΚ να αναδείξει με έμφαση το πρόβλημα με τα δίκτυα καθώς
και τι σημαίνει από άποψη κόστους η επέκταση και ενίσχυση των δικτύων.
Διότι στον Πίνακα ΕΣ 18 (σελ. 57) φαίνεται ότι το κόστος μεταφοράς και
διανομής θα βαίνει σταθερά μειούμενο (από €55 σε €37/MWh). Κάτι τέτοιο
όμως προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη δεδομένου των μεγάλων και
μακροχρόνιων επενδύσεων σε δίκτυα μεταφοράς και διανομής που
απαιτείται να γίνουν προκειμένου να υλοποιηθεί η ενεργειακή μετάβαση».
Υπογραμμίζει, επίσης, την ανάγκη αξιοποίησης/επέκτασης των υποδομών
του ΕΣΦΑ καθώς και ανεξάρτητων ΑΣΦΑ προκειμένου να υλοποιηθεί η
σταθερή επιδίωξη της Ελλάδας είναι να αναδειχθεί σε κρίσιμο
διαμετακομιστικό κόμβο φυσικού αερίου για τη μεταφορά μη-ρωσικού
αερίου μέσω μη-ρωσικά ελεγχόμενων οδεύσεων και υποδομών τόσο κατά
μήκος του άξονα Ανατολής-Δύσης όσο και κατά μήκος του άξονα Νότου-
Βορά. Όπως σημειώνει, από το ΕΣΕΚ απουσιάζει η καταγραφή των δράσεων
και των ρυθμιστικών αποφάσεων που χρειάζονται για να δημιουργηθεί το
πλαίσιο εντός του οποίου θα μπορεί να υλοποιηθεί αυτή η σταθερή
επιδίωξη της Ελλάδας, και της ΕΕ εν γένει.
Για τα Μη Διασυνδεδεμένα Νησιά και ΥΚΩ σημειώνει ότι η διακριτή
αντιμετώπιση των αναγκών εφεδρείας στο νησιωτικό Σύστημα μετά τη
διασύνδεσή τφων νησιών με το ηπειρωτικό Σύστημα που προβλέπεται στο
ΕΣΕΚ, εγείρει ζητήματα διακριτικής μεταχείρισης. «Το ΕΣΕΚ (σελ. 165)
παρουσιάζει αυθαίρετα μια υποθετική ανάγκη ως δεδομένη και για αυτό
απαιτείται επαναδιατύπωση. Το ΕΣΕΚ κάνει αναφορά (σελ. 240-242) στις
Επιδοτήσεις Ορυκτών Καυσίμων και συγκεκριμένα αναφέρεται στο πλαίσιο
επιδοτήσεων μέσω ΥΚΩ στα Μη Διασυνδεδεμένα Νησιά (ΜΔΝ). Από αυτή
την αναφορά όμως λείπει η σαφής διατύπωση της πρόθεσης της ελληνικής
Πολιτείας για λήψη έγκρισης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή που θα αφορά
την επέκταση του μέτρου. Και το κυριότερο είναι ότι δεν γίνεται καμία
αναφορά στις προκλήσεις και το τεράστιο έλλειμμα του ειδικού
λογαριασμού ΥΚΩ και στον τρόπο με τον οποίο ο λογαριασμός ΥΚΩ θα γίνει
οικονομικά βιώσιμος» τονίζει.
Τέλος, αναφορικά με το κόστος της ενεργειακής μετάβασης, ο Σύνδεσμος
τονίζει πως πρέπει να υπάρξει μια πιο ορθή και πιο τεκμηριωμένη εκτίμηση
του κόστους έτσι ώστε να γνωρίζει τόσο η πολιτική ηγεσία όσο και οι φορείς,
οι πολίτες και οι συμμετέχοντες στην αγορά το μέγεθος της προσπάθειας
που απαιτείται.
Χριστίνα Δημητρίου